1. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές εποπτικές αρχές ενός ομίλου, ιδίως κατά τις περιπτώσεις στις οποίες κάποια από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες.
Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η Εποπτική Αρχή καθώς και οι λοιπές εποπτικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους την ίδια ποσότητα ουσιαστικών πληροφοριών, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει αμοιβαία με τις λοιπές εποπτικές αρχές τέτοιες πληροφορίες για την άσκηση και τη διευκόλυνση του εποπτικού έργου τόσο της Εποπτικής Αρχής όσο και των άλλων αρχών, δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και του παρόντος νόμου. Στο πλαίσιο αυτό, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί αμελλητί στις λοιπές εποπτικές αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες μόλις καθίστανται διαθέσιμες και ανταλλάσσει πληροφορίες όταν αυτό της ζητηθεί. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες σχετικά με πράξεις του ομίλου και των εποπτικών αρχών και πληροφορίες που παρέχονται από τον όμιλο.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΑΑΕΣ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 15, την παράγραφο 1 του άρθρου 38 και την παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, και ιδίως εκείνες που αφορούν στη νομική δομή του ομίλου, στο πλαίσιο διακυβέρνησης και στην οργανωτική δομή του ομίλου.
2. Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες σε άλλη εποπτική αρχή, ή ανταποκρίνεται σε αίτημα συνεργασίας και ανταλλαγής σχετικής πληροφόρησης άλλης εποπτικής αρχής εντός δύο εβδομάδων.
Σε περίπτωση που άλλη εποπτική αρχή δεν έχει διαβιβάσει σχετικές πληροφορίες στην Εποπτική Αρχή ή δεν έχει ανταποκριθεί εντός δύο εβδομάδων ή έχει απορρίψει αίτημα συνεργασίας ή αποστολής σχετικής πληροφόρησης της Εποπτικής Αρχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 συνδρομή της.
3. Η Εποπτική Αρχή καλεί αμέσως σε συνεδρίαση όλες τις εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στην εποπτεία του ομίλου τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή παραβίασης της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης μιας επιμέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
β) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων ή της συνολικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται σύμφωνα με το Τμήμα 4 της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Γ’ του Τρίτου Μέρους του παρόντος,
γ) σε περίπτωση που προκύπτουν άλλες εξαιρετικές περιστάσεις.