1. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, σχετικά με την εποπτεία του ομίλου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
α) τον συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών, κατά τη συνήθη πορεία των δραστηριοτήτων και σε επείγουσες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης πληροφοριών που είναι σημαντικές για το εποπτικό έργο της Εποπτικής Αρχής,
β) τον εποπτικό έλεγχο και την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ομίλου,
γ) την εκτίμηση της συμμόρφωσης του ομίλου με τους κανόνες για την φερεγγυότητα και τη συγκέντρωση των κινδύνων και τις εντός του ομίλου συναλλαγές σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 200 του παρόντος,
δ) την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 201 του παρόντος, και του κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της συμμετέχουσας επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 213 του παρόντος,
ε) τον προγραμματισμό και τον συντονισμό, με τακτικές συνεδριάσεις τουλάχιστον σε ετήσια βάση, ή άλλα ενδεδειγμένα μέσα, των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή βάση καθώς και σε έκτακτες καταστάσεις, σε συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, λαμβανομένων επίσης υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της επιχειρηματικής δραστηριότητας όλων των επιχειρήσεων που απαρτίζουν τον όμιλο,
στ) άλλα καθήκοντα, μέτρα και αποφάσεις που ανατίθενται στην Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, από τον παρόντα νόμου ή από την Οδηγία 2009/138/EK ή που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/EK, ιδίως τη διεξαγωγή της διαδικασίας για την επικύρωση οποιουδήποτε εσωτερικού υποδείγματος σε επίπεδο ομίλου όπως αναφέρεται στα άρθρα 189 και 191 του παρόντος και τη διεξαγωγή της διαδικασίας έγκρισης της εφαρμογής του καθεστώτος που θεσπίζεται με τα άρθρα 194 έως 197 του παρόντος.
2. Για κάθε έναν όμιλο για τον οποίο η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των καθηκόντων εποπτείας για τον όμιλο αυτό κατά τα αναφερόμενα την παράγραφο 1 του παρόντος, συγκροτεί Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή προεδρεύει σε κάθε Κολλέγιο εποπτικών αρχών στο οποίο δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου.
Το κολλέγιο εποπτικών αρχών διασφαλίζει ότι η συνεργασία, η ανταλλαγή πληροφοριών και οι διαδικασίες διαβούλευσης μεταξύ των εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο κολλέγιο εφαρμόζονται αποτελεσματικά, σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος του παρόντος, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των αντίστοιχων αποφάσεων και δραστηριοτήτων τους.
Σε περίπτωση που η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος ή στην παράγραφο 1 του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ή τα μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών δεν συνεργάζονται στο βαθμό που απαιτείται, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ή είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί απευθυνθεί στην ΕΙΟΡΑ και να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 συνδρομή της.
3. Η Εποπτική Αρχή αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, διαθέτοντας όλες αντίστοιχες αρμοδιότητες και εξουσίες και εκτελεί όλες τις απαιτούμενες εργασίες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμμετέχει σε όλες τις εργασίες των κολλεγίων εποπτικών αρχών για κάθε όμιλο για το οποίο πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 6 του άρθρου 202 παρόντος ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, για κάθε όμιλο ο οποίος διαθέτει τουλάχιστον μία θυγατρική επιχείρηση στην Ελλάδα καθώς και για κάθε όμιλο ο οποίος διαθέτει στην Ελλάδα σημαντικό υποκατάστημα ή συνδεδεμένη επιχείρηση. Στην περίπτωση του υποκαταστήματος ή της συνδεδεμένης επιχείρησης, η συμμετοχή της περιορίζεται στην επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών.
Η Εποπτική Αρχή αποτελεί την αρχή εποπτείας του ομίλου, διαθέτει όλες τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και εκτελεί όλες τις απαιτούμενες εργασίες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμμετέχει σε όλες τις εργασίες των κολλεγίων εποπτικών αρχών για κάθε όμιλο για τον οποία δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου.
Σε όλα τα κολλέγια εποπτικών αρχών συμμετέχει η αρχή εποπτείας του ομίλου, οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών στα οποία εδρεύουν όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις του ομίλου καθώς και η ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να καθορίζει, εφόσον απαιτείται για την αποτελεσματική λειτουργία κολλεγίου εποπτικών αρχών, ότι ορισμένες εργασίες θα διενεργούνται από ένα περιορισμένο πλήθος συμμετεχόντων εποπτικών αρχών.
4. Η Εποπτική Αρχή συνάπτει συμφωνίες (ρυθμίσεις) συντονισμού για τη συγκρότηση και λειτουργία των κολλεγίων με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση διάστασης απόψεων σχετικά με τις ρυθμίσεις συντονισμού η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της.
Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική της απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ και διαβιβάζει την εν λόγω απόφαση στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
5. Με την επιφύλαξη οιουδήποτε μέτρου που έχει ληφθεί δυνάμει του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, οι συμφωνίες συντονισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος προσδιορίζουν τις διαδικασίες όσον αφορά:
α) στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών σύμφωνα με τα άρθρα 189, 190 και 202 του παρόντος,
β) στη διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος και στην παράγραφο 5 του άρθρου 176 του παρόντος.
Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και των καθηκόντων της Εποπτικής Αρχής και των άλλων εποπτικών αρχών, που προβλέπονται στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και στον παρόντα νόμο, οι συμφωνίες συντονισμού μπορούν να προβλέπουν πρόσθετα καθήκοντα για την αρχή εποπτείας του ομίλου, για λοιπές εποπτικές αρχές ή για την ΕΑΑΕΣ, στις περιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται αποδοτικότερη εποπτεία του ομίλου και δεν εμποδίζει τις εποπτικές δραστηριότητες των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σε σχέση με τις ιδιαίτερες αρμοδιότητές τους.
Επιπλέον, οι συμφωνίες συντονισμού είναι δυνατόν να προσδιορίζουν:
α) τη διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 171 έως 175, 177 έως 179, 185, 199 έως 201, 205, 211, 215 και 217 του παρόντος,
β) τη συνεργασία με τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές.
5. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας ομίλου διαβιβάζει στην ΕΑΑΕΣ τις πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των κολλεγίων εποπτικών αρχών στα οποία συμμετέχει καθώς και τις τυχόν δυσχέρειες που αντιμετώπισε και οι οποίες σχετίζονται με τις επανεξετάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.