1. Η εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνων σε επίπεδο ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, με το άρθρο 201 του παρόντος και με το Κεφάλαιο Γ’ του παρόντος Μέρους.
2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών αναφέρουν, σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου οποιαδήποτε σημαντική συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο του ομίλου.
Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο.
Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει στην εποπτική της αξιολόγηση τις συγκεντρώσεις κινδύνου..
3. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβούλευση με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, καθορίζει το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει την γνώμη της αναφορικά με το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου.
Κατά τον καθορισμό ή τη γνωμοδότησή της για το είδος των κινδύνων, η Εποπτική Αρχή είτε εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου είτε είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή λαμβάνει υπόψη τον συγκεκριμένο όμιλο και τη δομή διαχείρισης των κινδύνων του ομίλου.
Για να καθορισθούν οι σημαντικές συγκεντρώσεις κινδύνων που πρέπει να αναφέρονται, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο, επιβάλλει κατάλληλα όρια ή περιορισμούς, υπολογιζόμενους με βάση την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τις τεχνικές προβλέψεις ή και τα δύο.
Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο.Κατά την εξέταση των συγκεντρώσεων κινδύνου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου παρακολουθεί ιδίως τον πιθανό κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο, τον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων και το επίπεδο, ή το μέγεθος των κινδύνων.
4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι χρόνοι υποβολής των πληροφοριών του παρόντος.