1. Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός της ενοποιημένης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή.
Η αίτηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται στην αρχή εποπτείας του ομίλου.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.
2. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις λοιπές εποπτικές αρχές αναφορικά με την αίτηση αυτή.
3. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ.
Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή.
Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της εξάμηνης περιόδου, ή μετά την λήψη της κοινής απόφασης.
Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή, ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.
4. Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση έγγραφο το οποίο περιέχει πλήρη αιτιολόγηση της απόφασης.
5. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών οι οποίες διατυπώθηκαν εντός της εν λόγω εξάμηνης περιόδου και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έγγραφο στο οποίο εκθέτει την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.
6. Εάν η Εποπτική Αρχή θεωρήσει ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής αυτής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος.
Σε εξαιρετικές περιστάσεις, εάν η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή απαίτηση δεν είναι ενδεδειγμένη, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητήσει από την οικεία επιχείρηση να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητάς της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου που αναφέρεται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Σύμφωνα με τις περιπτώσεις (α) και (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή της τυποποιημένης αυτής μεθόδου.
Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί κάθε απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών.