1. Κατά τον υπολογισμό, σύμφωνα με το 191 του παρόντος, της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η τελευταία αντιμετωπίζεται, μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, ως συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
Ωστόσο, οσάκις η τρίτη χώρα στην οποία η εν λόγω επιχείρηση έχει την έδρα της την υποβάλλει σε διαδικασία χορήγησης αδείας και της επιβάλλει καθεστώς φερεγγυότητας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στο Κεφάλαιο ΣΤ’ του Πρώτου Μέρους του παρόντος, τότε κατά τον υπολογισμό, λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά στη συγκεκριμένη επιχείρηση, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της απαίτησης αυτής όπως ορίζεται από την εκάστοτε τρίτη χώρα.
2. Η εξακρίβωση του κατά πόσον το καθεστώς της τρίτης χώρας είναι τουλάχιστον ισοδύναμο, πραγματοποιείται από την Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μόνο στην περίπτωση που αυτή δρα ως αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία και εφόσον δεν έχουν εκδοθεί αντίστοιχες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ .
Για την διεξαγωγή της εξακρίβωσης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή ζητά την σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 συμβολή της ΕΑΑΕΣ και, πριν να λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία, διαβουλεύεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Αντιστοίχως, εάν στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, η Εποπτική Αρχή δρα ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, τότε διαβουλεύεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες αρχές και την αρχή εποπτείας του ομίλου, για την εξακρίβωση της ισοδυναμίας με το καθεστώς της τρίτης χώρας.
3. Για την λήψη της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου η Εποπτική Αρχή λαμβάνει υπόψη της τυχόν κριτήρια που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
Η Εποπτική Αρχή, κατά τη λήψη της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου, εξετάζει τυχόν αντίστοιχες αποφάσεις ισοδυναμίας που έχουν ληφθεί από άλλες εποπτικές αρχές, σε προγενέστερο χρόνο, για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα και λαμβάνει απόφαση που έρχεται σε σύγκρουση με τις αποφάσεις αυτές μόνον όταν είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας είτε στο καθοριζόμενο στο Κεφάλαιο ΣΤ’ του Πρώτου Μέρους του παρόντος είτε σε αυτό της τρίτης χώρας.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον διαφωνεί με απόφαση άλλης εποπτικής αρχής περί ισοδυναμίας μίας τρίτης χώρας, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της, η οποία παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
4. Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία καθορίζει ότι το εποπτικό καθεστώς τρίτης χώρας είναι προσωρινά ισοδύναμο, η συγκεκριμένη τρίτη χώρα θεωρείται ισοδύναμη για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος.