1. Η εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, με το άρθρο 201 και με το Κεφάλαιο Γ’ του παρόντος Μέρους.
2. Στην περίπτωση (α) της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε τουλάχιστον ίσα με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με τα Τμήματα 2, 3 και 4 της παρούσας Ενότητας.
3. Στη περίπτωση (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε ίσα με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με το Τμήμα 5 της παρούσας Ενότητας.
4. Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ’ του παρόντος Μέρους. Το άρθρο 107 του παρόντος και οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 109 του παρόντος εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.
5. Μόλις η συμμετέχουσα επιχείρηση παρατηρήσει ότι ο όμιλος δεν συμμορφώνεται πλέον προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή ότι υπάρχει κίνδυνος να πάψει να συμμορφώνεται μέσα στους επόμενους τρεις μήνες ενημερώνει αμελλητί την αρχή εποπτείας του ομίλου.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις άλλες εποπτικές αρχές του Κολλεγίου, το οποίο προβαίνει σε ανάλυση της κατάστασης του ομίλου.
Εφ’ όσον στην αντίστοιχη περίπτωση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, η Εποπτική Αρχή τυγχάνει ενδιαφερόμενη αρχή, τότε συμμετέχει στις σχετικές εργασίες του Κολλεγίου εποπτικών αρχών αναφορικά με την ανάλυση της κατάστασης του ομίλου.