1. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, όπως αναφέρεται στις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, έχει την έδρα της στην Ελλάδα, αλλά η τελική μητρική επιχείρηση του άρθρου 173 του παρόντος έχει έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά εκτός της Ελλάδος, η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να υπαγάγει στην εποπτεία του ομίλου την τελική σε εθνικό επίπεδο μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, ή την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
Στην περίπτωση του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί την απόφασή της τόσο στην αρχή εποπτείας του ομίλου όσο και στην τελική μητρική επιχείρηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος.
Εφ’ όσον στην προηγούμενη περίπτωση η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας ενός ομίλου, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 216 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και, σε περίπτωση λήψης δυνάμει αυτού του άρθρου σχετικής απόφασης από εποπτική αρχή, ενημερώνει το κολλέγιο εποπτικών αρχών σύμφωνα με την περίπτωση (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 203 του παρόντος.
2. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δύναται να περιορίζει την εποπτεία του ομίλου της τελικής μητρικής επιχείρησης σε εθνικό επίπεδο σε μία ή περισσότερες από τις Ενότητες του Κεφαλαίου Β’ του παρόντος Μέρους.
3. Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β’ του παρόντος Μέρους, η επιλογή της μεθόδου που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 178 του παρόντος από την αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου σε σχέση με την τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος, θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή.
4. Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β’ του παρόντος Μέρους, και όταν η τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος έχει λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 189 του παρόντος, ή την παράγραφο 5 του άρθρου 191 του παρόντος, την άδεια να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στον όμιλο, στη βάση εσωτερικού υποδείγματος, η απόφαση αυτή θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή.
Στην περίπτωση αυτή, όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει ότι το προφίλ κινδύνου της τελικής μητρικής επιχείρησης σε εθνικό επίπεδο αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανησυχίες της Εποπτικής Αρχής, τότε η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίσει να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της εν λόγω επιχείρησης, όπως αυτές προκύπτουν από την εφαρμογή ενός τέτοιου υποδείγματος, ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή επιβάρυνση κρίνεται ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου.
Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί τις αποφάσεις αυτές τόσο στην επιχείρηση όσο και στην αρχή εποπτείας του ομίλου.
Εφ’ όσον στην προηγούμενη περίπτωση η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας ενός ομίλου, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 216 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και, σε περίπτωση λήψης δυνάμει αυτού του άρθρου σχετικής απόφασης από εποπτική αρχή, ενημερώνει το κολλέγιο εποπτικών αρχών σύμφωνα με την περίπτωση (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 203 του παρόντος.
5. Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β’ του παρόντος Μέρους, η εν λόγω επιχείρηση δεν επιτρέπεται να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 193 ή 198 του παρόντος, την άδεια να υπαγάγει οιαδήποτε από τις θυγατρικές της στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος.
6. Καμία από τις αποφάσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο δεν μπορεί να ληφθεί ή να διατηρηθεί εφόσον η τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο είναι θυγατρική της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος και η τελευταία αυτή επιχείρηση έχει λάβει σύμφωνα με τα άρθρα 194 ή 198 του παρόντος την άδεια να υπαγάγει τη θυγατρική αυτή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος.