1. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που αναφέρονται στις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, είναι η ίδια θυγατρική επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή άλλης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στην εν λόγω συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αλλά εφαρμόζονται μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Όταν η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 του παρόντος τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι θυγατρική επιχείρηση άλλης επιχείρησης η οποία υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν.3455/2006 (ΦΕΚ Α’ 84), ή την παράγραφο 2 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δύναται, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει στο επίπεδο της τελικής αυτής μητρικής επιχείρησης την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου, που αναφέρεται στο άρθρο 199 του παρόντος, ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου, που αναφέρονται στο άρθρο 200 του παρόντος, ή και τα δύο.
Εφ’ όσον η Εποπτική Αρχή δρα στις περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα παροχής συμβουλής στην αρχή εποπτείας του ομίλου.