1. Η εποπτεία, σε επίπεδο ομίλου, ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν Μέρος.
Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, οι οποίες ορίζουν τους κανόνες για την εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ατομική βάση, εξακολουθούν να ισχύουν σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Μέρος.
2. Η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου εφαρμόζεται ως ακολούθως:
α) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος,
β) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος,
γ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 215 ως 218 του παρόντος,
δ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 219 του παρόντος.
3. Στις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε είναι συνδεδεμένη επιχείρηση, είτε είναι η ίδια ρυθμιζόμενη οντότητα ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν.3455/2006 (ΦΕΚ Α’ 84), τότε η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, μπορεί να αποφασίσει να μην διενεργήσει στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή της εν λόγω εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 199 του παρόντος ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 200 του παρόντος ή και τα δύο. Εφ’ όσον η Εποπτική Αρχή δρα στις αναφερόμενες στην παρούσα παράγραφο περιπτώσεις, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα διαβουλεύσεως με τους επόπτες των επιχειρήσεων του ομίλου και την αρχή εποπτείας αυτού
4. Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του ν.3455/2006 (ΦΕΚ Α’ 84), ειδικότερα όσον αφορά στην εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβούλευση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνο τις οικείες διατάξεις του ν.3455/2006. Εφ’ όσον η Εποπτική Αρχή δρα στην ίδια περίπτωση ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα διαβουλεύσεως με τους επόπτες των επιχειρήσεων του ομίλου και την αρχή εποπτείας αυτού.
5. Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του ν.4261/2014 (ΦΕΚ Α’ 84), ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τις διατάξεις της Οδηγίας σχετικά με τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν.3455/2006 ή της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ.
6. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών που έχει συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την ΕΑΑΕΣ, για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος.