1. Ως αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου νοείται η αντασφάλιση, της οποίας η ρητή μεγίστη πιθανότητα ζημίας, εκπεφρασμένη ως μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος συνίσταται σε έναν σημαντικό αντασφαλιστικό κίνδυνο και σε μεταβίβαση χρονικού κινδύνου, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του αντασφαλιστηρίου κατά προκαθορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, φέρει δε επίσης τουλάχιστον ένα εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών:
α) λαμβάνει ρητώς υπόψη ως σημαντικό στοιχείο την παρούσα ή/και μέλλουσα αξία του χρήματος,
β) περιέχει συμβατικές ρήτρες, με στόχο την διαχρονική αποκατάσταση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, με στόχο να μεταβιβάζεται πραγματικά ο κίνδυνος του οποίου η μεταβίβαση σκοπείται.
Για τον υπολογισμό της μέγιστης πιθανότητας οικονομικής ζημίας λαμβάνονται υπόψη τόσο η φύση του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων όσο και η απαιτούμενη διάρκεια διακανονισμού του.
2. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνάπτουν συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου διαθέτουν κατάλληλα συστήματα εσωτερικού ελέγχου ώστε είναι σε θέση να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν, να διαχειρίζονται, να ελέγχουν και να αναφέρουν δεόντως τους κινδύνους που απορρέουν από τις εν λόγω συμβάσεις ή δραστηριότητες.
3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται:
α) οι υποχρεωτικοί συμβατικοί όροι που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου,
β) οι ειδικότερες απαιτήσεις οργάνωσης, λογιστικής παρακολούθησης, εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνου για τις συμβάσεις αυτές,
γ) οι ειδικότερες απαιτήσεις για δημοσιοποίηση επιπλέον λογιστικών, εποπτικών και στατιστικών στοιχείων.