1. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης νομικής προστασίας και του ασφαλισμένου, ο τελευταίος δικαιούται να προσφύγει για την επίλυσή της σε διαδικασία διαιτησίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, μη αποκλειομένου του δικαιώματός του να προσφύγει στα δικαστήρια
2. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου ως προς την ανάγκη υπεράσπισης των έννομων συμφερόντων του ασφαλισμένου ενώπιον δικαστικής ή διοικητικής αρχής ο ασφαλισμένος μπορεί να προκαλέσει αιτιολογημένη γνωμοδότηση δικηγόρου της αρεσκείας του, σχετικά με την ανάγκη, ή μη της υπεράσπισης.
Αν ο ασφαλισμένος δεν αποδέχεται την γνωμοδότηση αυτή ή αν η ασφαλιστική επιχείρηση κρίνει ότι η γνωμοδότηση απομακρύνεται από τη σωστή νομική και πραγματική βάση της υπόθεσης, τότε είτε ο ασφαλισμένος είτε η επιχείρηση δύναται να προκαλέσει τη διαιτητική επίλυση από διαιτητή κοινής αποδοχής.
Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαιτητή ο διορισμός του γίνεται κατά το άρθρο 878 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.).
Οι δαπάνες για τις ανωτέρω ενέργειες βαρύνουν τον ασφαλιστή εφόσον με τις ενέργειες αυτές κριθεί αναγκαία η παραφύλαξη των συμφερόντων του ασφαλισμένου, άλλως κατανέμονται κατ’ ισομοιρία στον ασφαλιστή και τον ασφαλισμένο.
Εάν ο ασφαλισμένος, παρά την αντίθετη απόφαση του διαιτητή, προσφεύγει σε δικαστική ή διοικητική αρχή, βαρύνεται με τις σχετικές δαπάνες, σε περίπτωση ολοσχερούς ήττας του, άλλως οι δαπάνες αυτές επιμερίζονται ανάλογα με την έκταση της κατ’ ουσίαν ήττας προς τη νίκη του.
Η ανωτέρω διαδικασία της διαιτησίας δεν αποκλείει το δικαίωμα του ασφαλισμένου προσφυγής του στα δικαστήρια.
3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να επανακαθορίζεται εξολοκλήρου η διαδικασία διαιτησίας του παρόντος άρθρου, να τίθενται γενικότερες ή ειδικότερες απαιτήσεις ή προϋποθέσεις.