1. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας υπό τους όρους των άρθρων 7, 10, 11 του παρόντος ή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είτε με εγκατάσταση είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών είτε σε υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, να συνάπτει ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις εφόσον η σύναψη των συμβάσεων αυτών αντιβαίνει προς την κείμενη νομοθεσία περί δημοσίου συμφέροντος, εφόσον η Ελλάδα είναι το κράτος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή αναλαμβάνεται η υποχρέωση.
2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη, και αναλαμβάνουν εργασίες στην Ελλάδα είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση, καθώς και τα υποκαταστήματα ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας επιτρέπεται να παρέχουν ασφαλίσεις στην Ελλάδα με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής, τραπεζικής, χρηματιστηριακής και περί καταναλωτή νομοθεσίας, αποβλέπουν στην προστασία των αντισυμβαλλομένων, ιδιαίτερα δε των καταναλωτών ή άλλες διατάξεις δημοσίου συμφέροντος.
3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να προσδιορίζεται ποιοι εκ των υφισταμένων κανόνων ασφαλιστικού δικαίου αποτελούν κανόνες που έχουν ταχθεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και να καθορίζονται οι μέθοδοι υπολογισμού και τα ελάχιστα ποσά αξιών εξαγοράς και τις μεθόδους ελευθεροποίησης συμβολαίων ζωής.