1. Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο παραδίδεται στον ασφαλισμένο ή το λήπτη της ασφάλισης μόνο μετά την καταβολή του οφειλόμενου ασφαλίστρου ή της πρώτης δόσης της τμηματικής καταβολής, οπότε και αρχίζει η ασφαλιστική κάλυψη. Η καταβολή των ασφαλίστρων γίνεται είτε απευθείας προς την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή σε άλλο εντολοδόχο είσπραξης ασφαλίστρων. Οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές καθώς και οι εντολοδόχοι υποχρεούνται να αποδίδουν στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση το σύνολο των ασφαλίστρων που εισπράττουν από τους ασφαλισμένους για λογαριασμό τους, το αργότερο έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα της ημερολογιακής εβδομάδας εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι σχετικές εισπράξεις. Η απόδοση των ασφαλίστρων του ως άνω εδαφίου πραγματοποιείται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί η επιχείρηση.
2. Ασφαλιστική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και συνάπτει συμβάσεις ασφάλισης κατά ζημιών οφείλει, πλην διαφορετικής ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης, να εκδίδει προς τον ασφαλισμένο ή άλλη δημόσια αρχή, εφόσον της ζητηθεί, βεβαίωση ασφάλισης, στην οποία περιλαμβάνεται δήλωσή της ότι η σύμβαση ασφάλισης πληροί τις ειδικές διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη ασφάλιση. Η βεβαίωση αυτή υποκαθιστά το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
3. Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τους κινδύνους για τους οποίους προβλέπεται υποχρεωτική ασφάλιση στην ελληνική επικράτεια. Η ως άνω γνωστοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:
α) τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλιση των κινδύνων αυτών,
β) τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει η βεβαίωση που υποχρεούται να χορηγήσει στον ασφαλισμένο η επιχείρηση ασφάλισης ζημιών σύμφωνα με τα οριζόμενα στη παράγραφο 2 του παρόντος, όταν ζητείται από τον ασφαλισμένο ή άλλη δημόσια αρχή προκειμένου να αποδειχθεί ότι η υποχρέωση ασφάλισης εκ μέρους του ασφαλισμένου έχει τηρηθεί.