1. Ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και δεν τηρεί την κείμενη νομοθεσία υποχρεούται να συμμορφωθεί άμεσα σε σχετική υπόδειξη της Εποπτικής Αρχής.
2. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής της επιχείρησης, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Εποπτική Αρχή.
Η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή καταγωγής λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα για ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα και ασκεί ασφαλίσεις σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε με υποκατάστημα, είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή υποδοχής ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται στην κείμενη στο κράτος αυτό νομοθεσία. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την απαγόρευση ανάληψης νέων εργασιών στην Ελλάδα ή σε ένα ή περισσότερα κράτη που η επιχείρηση ασκεί ασφαλίσεις. Μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή υποδοχής.
Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δεν λάβει μέτρα ή λάβει αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη στο κράτος αυτό νομοθεσία και η εποπτική αρχή του εν λόγω κράτους μέλους λάβει κατάλληλα μέτρα δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 155 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, τα μέτρα αυτά έχουν αποτέλεσμα και στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
3. Εάν, τα μέτρα του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου δεν ελήφθησαν από την αρμόδια αρχή καταγωγής ή ελήφθησαν μεν αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία, η Εποπτική Αρχή μπορεί, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων για νέες παραβατικές πράξεις και παραλείψεις της επιχείρησης και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύσει στην επιχείρηση την άσκηση νέων ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
4. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος η Εποπτική Αρχή μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή για αντικείμενες στην κείμενη νομοθεσία πράξεις ή παραλείψεις ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που διενεργούνται σε ελληνικό έδαφος. Στα μέτρα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της Εποπτικής Αρχής να απαγορεύσει στην επιχείρηση την άσκηση νέων ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα και να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση η οποία προβαίνει σε άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε άλλο κράτος μέλος παρά την άρνηση της Εποπτικής Αρχής για γνωστοποίηση ή κοινοποίηση πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 118 του παρόντος.
5. Οι παράγραφοι 1 έως 3 του παρόντος δεν θίγουν το δικαίωμα της Εποπτικής Αρχής για επιβολή κυρώσεων επί πράξεων ή παραλείψεων της επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, εφόσον παραβιάζουν την κείμενη νομοθεσία.
6. Εάν η ασφαλιστική επιχείρηση που έχει διαπράξει την παράβαση διαθέτει εγκατάσταση ή περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει επί της εγκατάστασης τις προβλεπόμενες στην κείμενη νομοθεσία κυρώσεις περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που βρίσκονται στην Ελλάδα.
7. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος και συνεπάγεται περιορισμούς στην άσκηση της ασφαλιστικής δραστηριότητας απαιτεί αιτιολογία και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.
8. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα υποβάλλουν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στην Εποπτική Αρχή κάθε στοιχείο που η Εποπτική Αρχή τους ζητά για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφόσον και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων η έδρα είναι στην Ελλάδα, έχουν την ίδια υποχρέωση.
9. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες σημειώθηκε άρνηση γνωστοποίησης ή κοινοποίησης πληροφοριών κατ’ εφαρμογή των άρθρων 116 και 118 του παρόντος και η Εποπτική Αρχή έλαβε μέτρα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος.
10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την κατά περίπτωση εφαρμογή των κανόνων ποινικού δικαίου περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει η ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία στην Ελλάδα.
11. Με απόφαση της Επιπτικής Αρχής καθορίζονται ενδεικτικές περιπτώσεις υπέρβασης του καθεστώτος δραστηριοποίησης με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.