1. Κάθε ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, κοινοποιεί προηγουμένως στην Εποπτική Αρχή την πρόθεσή της αυτή, δηλώνοντας τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύπτει.
2. Εντός μηνός από την προβλεπόμενη στην προηγούμενη παράγραφο κοινοποίηση, η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί σε όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές υποδοχής τα ακόλουθα:
α) βεβαίωση, στην οποία πιστοποιείται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 76 και 102 του παρόντος,
β) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η ασφαλιστική επιχείρηση έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες·
γ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει στο κράτος μέλος παροχής,
Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει αμελλητί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση σχετικά με την προαναφερόμενη κοινοποίηση.
3. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται από την Εποπτική Αρχή σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται από την ως άνω παράγραφο 2.
4. Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην επιχείρηση, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του παρόντος, τυχόν απόφασή της να μην αποστείλει τις σχετικές πληροφορίες της παραγράφου 2 του παρόντος στις αρμόδιες αρχές υποδοχής. Η απόφαση θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης υπόκειται στον έλεγχο ακύρωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας και αποτελεί αντικείμενο άσκησης ενδίκων μέσων στην Ελλάδα.