1. Η Εποπτική Αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν η επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητά από αυτήν ή παύσει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, εκτός και εάν η απόφαση αδειοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 του παρόντος προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, λήγει αυτοδικαίως η ισχύς της άδειας,
β) η επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης άδειας,
γ) η επιχείρηση παραβιάζει σοβαρά τις κάθε είδους υποχρεώσεις που υπέχει κατ’ εφαρμογήν της ισχύουσας ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή αυτών, περιλαμβανομένης της περίπτωσης καταδίκης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του παρόντος, ή αν απειλούνται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, ή εφόσον αρνείται ή αδικαιολογήτως καθυστερεί την καταβολή του επιδικασθέντος ασφαλίσματος βάσει τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως.
Η Εποπτική Αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί αντασφάλιση κλάδου για τον οποίον δεν διαθέτει άδεια άσκησης πρωτασφάλισης.
Η Εποπτική Αρχή ανακαλεί υποχρεωτικά την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αν η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση·
2. Σε περίπτωση ανάκλησης ή λήξης της ισχύος της άδειας, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, οι οποίες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους.
Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει, σε συνεργασία με αυτές τις αρχές, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 111 του παρόντος.
3. Κάθε απόφαση ανάκλησης της άδειας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Αυτό ισχύει και στις περιπτώσεις που η ανάκληση γίνεται για λόγους που στηρίζονται αποκλειστικά στη νομοθεσία σχετικά με ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμούς.
4. Με την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ανακαλείται αυτοδίκαια η άδεια σύστασης και επέρχεται η λύση της.
5. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική ανώνυμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε άλλου είδους εμπορική ανώνυμη εταιρεία μετά από απόφαση της Εποπτικής Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αν έχουν λήξει όλα τα ασφαλιστήριά της και δεν υπάρχουν εκκρεμείς δίκες και απαιτήσεις κατ’ αυτής με αντικείμενο ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές παροχές ή έχει εγκριθεί μεταβίβαση του συνόλου του χαρτοφυλακίου της σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτήν δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος.