1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούν ή υπάρχει κίνδυνος να μην πληρούν εντός του προσεχούς τριμήνου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
2. Εντός δύο μηνών από την διαπίστωση της ως άνω μη συμμόρφωσής της, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στην Εποπτική Αρχή ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, το οποίο προσδιορίζει και περιέχει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε η επιχείρηση να επιτυγχάνει την αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της επιχείρησης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
3. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τροποποιήσεις επί του ανωτέρω υποβληθέντος σχεδίου, χορηγεί δε έγκριση επ’ αυτού, μόνο εφόσον πείθεται ότι το σχέδιο πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος και ότι αυτές υλοποιούνται εντός εξαμήνου από την διαπίστωση της μη συμμόρφωσης της παραγράφου 2 του παρόντος,
Παράταση του εξαμήνου κατά τρείς επιπλέον μήνες χορηγείται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, εφόσον κρίνει ότι είναι απαραίτητο.
4. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει ότι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων είναι πιθανόν να μην είναι σε θέση να εφαρμόσουν κάποιο από τα μέτρα της παραγράφου 2 εντός των χρονικών ορίων της παραγράφου 3 του παρόντος δύναται να υποβάλλει αίτημα στην ΕΑΑΕΣ, ώστε η ΕΑΑΕΣ να διαπιστώσει την ύπαρξη, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έκτακτων δυσμενών καταστάσεων.
Η ΕΑΑΕΣ διαπιστώνει, επί τη βάσει είτε του αιτήματος του προηγουμένου εδαφίου είτε του άρθρου 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, την ύπαρξη έκτακτων δυσμενών καταστάσεων που επηρεάζουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αποτελούν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της, δύναται να παρατείνει, αναφορικά με τις πληττόμενες επιχειρήσεις, την περίοδο που καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος με επιπλέον κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα επτά (7) έτη, αφού λάβει υπόψη της όλους τους σχετικούς παράγοντες, την μέση οικονομική διάρκεια (duration) των τεχνικών προβλέψεων συμπεριλαμβανομένης.
Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ και παρέχει κάθε αναγκαία πληροφορία ώστε η ΕΑΑΕΣ να μπορεί να αξιολογεί σε τακτική βάση κατά πόσο οι καταστάσεις της παρούσας παραγράφου εξακολουθούν να υφίστανται ή έχουν πάψει να υφίστανται.
Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που εμπίπτει στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος υποβάλλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στην Εποπτική Αρχή, στην οποία προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου για τη διασφάλιση της συμμόρφωσής της προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
Η απόφαση περί παράτασης της προθεσμίας, που η Εποπτική Αρχή έχει λάβει δυνάμει της παρούσας παραγράφου, ανακαλείται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, σε περίπτωση που κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η επιχείρηση δεν αποδεικνύει στην ως άνω τακτική έκθεση προόδου της ότι έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας μέχρι την ημερομηνία υποβολής της έκθεσης προόδου.
Έκτακτες δυσμενείς καταστάσεις υφίστανται όταν η χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων επηρεάζονται σημαντικά ή δυσμενώς από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:
α) απρόβλεπτη, μεγάλη και απότομη πτώση στις χρηματοπιστωτικές αγορές,
β) ύπαρξη παρατεταμένου περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων,
γ) καταστροφικό συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο.
5. Σε έκτακτες περιπτώσεις που η Εποπτική Αρχή πιθανολογεί περαιτέρω επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης δύναται να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, ενδεικτικά να λαμβάνει τα μέτρα εξυγίανσης του παρόντος νόμου, καθώς και με απόφασή της να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής για κάθε ληφθέν μέτρο, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.
6. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο χρόνος υποβολής και ενδεικτικό περιεχόμενο της έκθεσης προόδου, το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου οικονομικής ανάκαμψης της παραγράφου 2 του παρόντος.