1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν τα διαθέσιμά τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο χωρίς άλλο περιορισμό, οι δε επενδυτικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή συστηματική κοινοποίηση στην Εποπτική Αρχή ή σε άλλη δημόσια αρχή.
2. Σε περιπτώσεις στις οποίες φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενοι που είναι φυσικά πρόσωπα, τότε οι ασφαλίσεις συνδέονται αποκλειστικά με χρηματοπιστωτικά μέσα ή δείκτες αναφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 65 του ν.4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250).
Στις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφίου όταν οι ασφαλίσεις συνδέονται με εσωτερικά κεφάλαια που τηρούνται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι περιπτώσεις (α) ως (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250) όσον αφορά στον κανονισμό τους, η παράγραφος 1, 3 και 4 του άρθρου 6 του ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250), οι περιπτώσεις (α) και (γ) της παραγράφου 1 και η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250), τα άρθρα 8, 11, 37, 38 του ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250), η παράγραφος 1, οι περιπτώσεις (β) και (γ) της παραγράφου 2 και η παράγραφος 3 του άρθρου 75 του ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250), και η παράγραφος 2 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250) εφαρμόζονται αναλόγως.
Οι προβλεπόμενες στα αναφερόμενα στην παρούσα παράγραφο άρθρα του ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250) κοινοποιήσεις, ενημερώσεις, υποβολές, άδειες, αποφάσεις και εποπτικές εξουσίες αφορούν στην Εποπτική Αρχή.
3. Τα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων καταχωρούνται υποχρεωτικά και φυλάσσονται με κοινή ευθύνη της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και του θεματοφύλακα στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.), που προβλέπεται από τα άρθρα 39 επ. του ν.2396/1996 (ΦΕΚ Α’ 73), όπως ισχύουν.
4. Η φύλαξη όλων των κινητών αξιών, ρευστών διαθεσίμων και λοιπών μέσων χρηματαγοράς που διαθέτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους θεματοφύλακες που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος και ασκούν δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται για την ταμειακή παρακολούθηση και διαχείριση των κινήσεων των επενδύσεων του προηγουμένου εδαφίου σύμφωνα με τις οδηγίες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, οι δε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να παρακολουθούν την ορθή εκτέλεση των οδηγιών τους από τον θεματοφύλακα. Ο θεματοφύλακας δύναται να αναθέτει τη φύλαξη του συνόλου ή μέρους των επενδύσεων του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σε τρίτα πρόσωπα που είναι πιστωτικά ιδρύματα ή οργανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες θεματοφυλακής και εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος και υπόκεινται σε κανόνες εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα. Ο θεματοφύλακας και το τρίτο πρόσωπο φέρουν ευθύνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έναντι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.
Τα στοιχεία του θεματοφύλακα και των τρίτων προσώπων γνωστοποιούνται στην Εποπτική Αρχή, παρέχουν δε σε αυτήν κάθε αναγκαίο στοιχείο για την άσκηση του εποπτικού της έργου και συνεργάζονται για την εφαρμογή των διατάξεων περί εντοπισμού, δέσμευσης, κατάσχεσης και άρσης απορρήτου.
5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι οργανωτικές προϋποθέσεις, η τακτική και έκτακτη πληροφόρηση, προσυμβατική ή και μεταγενέστερη της ασφάλισης, προς τους ασφαλισμένους και την Εποπτική Αρχή, και εξειδικεύονται οι διαδικασίες και προϋποθέσεις για τροποποιήσεις κανονισμών και λύσεις, διασπάσεις και συγχωνεύσεις εσωτερικών μεταβλητών κεφαλαίων καθώς και οι αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του θεματοφύλακα.