1. Η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζεται επί τη βάσει των ακόλουθων αρχών:
α) χρησιμοποιείται σαφής και απλή μέθοδος, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου του υπολογισμού,
β) αντιστοιχεί σε ένα ποσό επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων, κάτω από το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι και οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση θα εκτίθεντο σε μη αποδεκτό επίπεδο κινδύνου εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρεπόταν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους·
γ) η γραμμική συνάρτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος και η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης βαθμονομείται στην αξία σε κίνδυνο των βασικών ιδίων κεφαλαίων μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε επίπεδο εμπιστοσύνης 85% για περίοδο ενός έτους,
δ) δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ποσό που αντιστοιχεί σε:
δα) δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) Ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία καλύπτεται το σύνολο ή μέρος των κινδύνων ενός από τους κλάδους 10 έως 15 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, οπότε το ποσό αυτό πρέπει να είναι τουλάχιστον τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (3.700.000) Ευρώ,
δβ) τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (3.700.000) Ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων,
δγ) τρία εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες (3.600.000) Ευρώ για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένων των εξαρτημένων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οποίων η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση πρέπει να είναι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες (1.200.000) Ευρώ,
δδ) στο άθροισμα των ποσών που ορίζονται στις ως άνω υποπεριπτώσεις (δα) και (δβ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζεται ως γραμμική συνάρτηση ενός συνόλου ή υποσυνόλου των εξής μεταβλητών: τεχνικών προβλέψεων, εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, κεφαλαίου σε κίνδυνο, αναβαλλόμενων φόρων και διοικητικών δαπανών της επιχείρησης. Οι ως άνω μεταβλητές μετρώνται μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων.
3. Με την επιφύλαξη των ελάχιστων ποσών της περίπτωσης (δ) της παραγράφου 1 του παρόντος, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση δεν μπορεί να είναι κατώτερη του είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) ούτε να υπερβαίνει το σαράντα πέντε επί τοις εκατό (45%) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους, περιλαμβάνει δε οποιαδήποτε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 26 του παρόντος περί πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Η Εποπτική Αρχή δύναται για περίοδο που λήγει το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2017, να απαιτεί από μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να εφαρμόζει τα ποσοστά που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο αποκλειστικά στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της επιχείρησης υπολογιζόμενη σύμφωνα με τα Τμήματα 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους.
4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση σε τριμηνιαία τουλάχιστον βάση και αναφέρουν τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού στην Εποπτική Αρχή.
Κατά τον υπολογισμού του προηγουμένου εδαφίου οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν απαιτείται να υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε τριμηνιαία βάση, για τους σκοπούς της εφαρμογής των ορίων της παραγράφου 3 του παρόντος.
Εάν οποιοδήποτε από τα όρια που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος καθορίζει την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση μιας επιχείρησης, αυτή παρέχει στην εποπτική αρχή πληροφορίες που επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση των σχετικών λόγων.
5. Η Εποπτική Αρχή αναρτά ετησίως στην ιστοσελίδα της συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για το επίπεδο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και τη χρήση του ανώτατου και του κατώτατου ορίου που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε προβλήματα ενδεχομένως αντιμετωπίζει κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.