1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρο κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στις περιπτώσεις (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, μόνον εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 77 του παρόντος.
2. Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στην περίπτωση (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.
3. Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, μόνον εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 77 του παρόντος.
4. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς χρησιμοποιώντας παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η βαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.