1. Το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδίως ο υπολογισμός της υποκείμενης προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής, πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 9 του παρόντος.
2. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής βασίζονται σε κατάλληλες, εφαρμόσιμες και συναφείς αναλογιστικές και στατιστικές μεθόδους, είναι συνεπείς με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές.
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να αιτιολογούν στην Εποπτική Αρχή τις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.
3. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα. Προς τούτο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επικαιροποιούν τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.
4. Δεν υποδεικνύεται καμία συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής.
Ανεξάρτητα από την επιλεγείσα από την επιχείρηση μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τους κινδύνους πρέπει να είναι επαρκής για να εξασφαλίζει την ευρεία χρήση του και την απαίτηση να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στην κατανομή των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 94 του παρόντος.
Το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Τα εσωτερικά υποδείγματα καλύπτουν τουλάχιστον τους κινδύνους που αναφέρονται στην περίπτωση (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.
5. Όσον αφορά στα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, υπό τον όρο ότι η Εποπτική Αρχή είναι ικανοποιημένη με το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.
6. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, μόνον εφόσον ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.
7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εκτιμούν στο εσωτερικό τους υπόδειγμα με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και συμβατικά δικαιώματα προαιρέσεως, όπου είναι ουσιώδη. Θα πρέπει να εκτιμούν επίσης τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής τόσο του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα επιλογής για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Προς τον σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.
8. Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις, λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη τον αναγκαίο χρόνο για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.
9. Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.