1. Τα ποσά των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή.
2. Το ποσό που καταλογίζεται σε κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων πρέπει να αντικατοπτρίζει τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών αυτού του στοιχείου και να βασίζεται σε συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές. Για συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια με σταθερή ονομαστική αξία, το ύψος του συγκεκριμένου στοιχείου ισούται με την ονομαστική του αξία μόνο εφόσον αυτή αντικατοπτρίζει σωστά τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών αυτού του στοιχείου.
3. Για κάθε ένα στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, η Εποπτική Αρχή εγκρίνει ένα εκ των κατωτέρω:
α) ένα νομισματικό ποσό,
β) μία μέθοδο για τον προσδιορισμό του ποσού του στοιχείου. Στην περίπτωση αυτή, η έγκριση από την Εποπτική Αρχή του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή χορηγείται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
4. Για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, η Εποπτική Αρχή βασίζει την έγκρισή της στην εκτίμηση των κατωτέρω παραγόντων:
α) της κατάστασης των εκάστοτε αντισυμβαλλομένων μερών, σε σχέση τόσο με την ικανότητα όσο και με τη βούλησή τους να πληρώσουν,
β) της δυνατότητας ανάκτησης των κεφαλαίων, λαμβανομένης υπόψη της νομικής μορφής του στοιχείου, καθώς και των τυχόν συνθηκών οι οποίες ενδέχεται να εμποδίσουν την προσήκουσα καταβολή ή πρόσκληση καταβολής του στοιχείου αυτού των κεφαλαίων,
γ) τυχόν πληροφοριών για την έκβαση προηγούμενων προσκλήσεων καταβολής, τις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν για τέτοιους είδους συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, εφόσον οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα για την αξιολόγηση της αναμενόμενης έκβασης μελλοντικών προσκλήσεων.