1. Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 54 του παρόντος υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:
α) η προσαρμογή αντιστοίχισης ισούται με τη διαφορά των μεγεθών των παρακάτω υποπεριπτώσεων (αα) και (αβ):
αα) του ετήσιου αποτελεσματικού επιτοκίου, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, του χαρτοφυλακίου των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού, μείον
αβ) το ετήσιο αποτελεσματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, όπου ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης έχει λάβει υπόψη του ως χρονική αξία του χρήματος τη βασική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου,
β) η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο το οποίο αντανακλά τους κινδύνους οι οποίου διακρατούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,
γ) κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση (α) του παρόντος άρθρου, το βασικό πιστωτικό περιθώριο αυξάνεται, όπου αυτό απαιτείται, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα μειωμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης «sub investment grade» δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα επενδυτικής διαβάθμισης «investment grade» με την ίδια οικονομική μέση διάρκεια και χαρακτηριστικά,
δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 26 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού.
2. Για τους σκοπούς της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του παρόντος, το βασικό πιστωτικό περιθώριο:
α) ισούται με το άθροισμα των μεγεθών των υποπεριπτώσεων (αα) και (αβ) παρακάτω:
αα) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία του ενεργητικού, όπου η πιθανότητα αθέτησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων που σχετίζονται με τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού αναφορικά με την οικονομική μέση διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, και
αβ) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες λόγω πιστωτικής υποβάθμισης των στοιχείων του ενεργητικού·
β) για εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα επί τοις εκατό (30%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με τις εκθέσεις αυτές, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου,
γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριανταπέντε επί τοις εκατό (35%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου.
3. Αναφορικά με την εφαρμογή της περίπτωσης (α) της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν δεν μπορεί να εξαχθεί αξιόπιστο πιστωτικό περιθώριο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στην υποπερίπτωση (αα) της ανωτέρω περίπτωσης, το βασικό πιστωτικό περιθώριο τίθεται ίσο με το ποσοστό του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις περιπτώσεις (β) και (γ) της παραγράφου 2 του παρόντος.