1. Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Εποπτικής Αρχής, οι εντεταλμένοι από την Εποπτική Αρχή ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, καθώς και όλα πρόσωπα στα οποία διαβιβάζονται ή τα οποία παρέχουν πληροφορίες κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 221 και των άρθρων 231 και 235 του παρόντος, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.
Ειδικότερα, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση των ως άνω προσώπων κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Εποπτικής Αρχής δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή των προσώπων που αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο, καθώς και των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
2. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ανταλλάσσει, με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 του παρόντος, που σύμφωνα με τις σχετικές ευρωπαϊκές διατάξεις, εφαρμόζεται και για τις λοιπές αρμόδιες αρχές.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της.
3. Η Εποπτική Αρχή χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς:
α) για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και του Συστήματος Διακυβέρνησης,
β) για την επιβολή κυρώσεων,
γ) για την κατάθεση ή υποστήριξη ή αντίκρουση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής,
δ) σε περιπτώσεις προσφυγών ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής,
ε) για την αναφορά από την Εποπτική Αρχή στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τυχόν αξιόποινων πράξεων.
4. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 5 του παρόντος, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά στο επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος.
Μάλιστα, η Εποπτική Αρχή μπορεί στις συμφωνίες που προηγουμένου εδαφίου να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή της.
Η ανταλλαγή πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της παρούσας εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.
Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτος, η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, εάν προϋπάρχει σχετική πρόβλεψη, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.
5. α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφ’ ενός της Εποπτικής Αρχής και αφ’ ετέρου:
αα) το Εθνικό Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας, το Υπουργείο Οικονομικών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΛΤΕ, της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και άλλων τυχόν αρμόδιων αρχών κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων τους,
αβ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις εκχωρούμενες προς αυτό εξεταστικές αρμοδιότητες,
αγ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους,
αδ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των εγγυητικών κεφαλαίων, όπως ενδεικτικά του Επικουρικού Κεφαλαίου και του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, για την εκπλήρωση της αποστολής τους καθώς και
αε) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των προσώπων της περίπτωσης (στ) της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του παρόντος, των ανεξάρτητων αναλογιστών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ως άνω προσώπων και της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος, για την εκπλήρωση της αποστολής τους.
β) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στην περίπτωση (α) της παρούσας παραγράφου, περιλαμβανομένων των αρμόδιων εποπτικών αρχών πιστωτικών ιδρυμάτων, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους, καθώς και σε οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.
γ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφ’ ενός της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής και αφ’ ετέρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1092/2010, εάν οι πληροφορίες είναι σχετικές με την επιτέλεση των καθηκόντων του, των κεντρικών τραπεζών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τυχόν άλλων οργανισμών, που είτε ασκούν τη νομισματική πολιτική και τη σχετική παροχή ρευστότητας σε άλλα κράτη μέλη, εποπτεύουν τα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και διασφαλίζουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη αυτά είτε ως δημόσιες αρχές άλλων κρατών μελών ασκούν επίβλεψη επί των συστημάτων πληρωμών για την εκπλήρωση της αποστολής της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, και της αποστολής των ως άνω αρχών.
Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της οριζόμενης στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες προς τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των νομίμων καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του.
δ) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε γραφείο συμψηφισμού ή παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συναλλαγών στις αγορές χρήματος, διαπραγματεύσιμων τίτλων ή παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε σχέση με αδυναμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικές, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές.
ε) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος. Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας ή του κατά νόμο ελέγχου. Επίσης, οι πληροφορίες που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος ευρωπαϊκής ή τρίτης χώρας δεν πρέπει να κοινολογούνται χωρίς την ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται ή στις οποίες ο τυχόν επιτόπιος έλεγχος έλαβε χώρα και εφόσον ενδείκνυται μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εποπτικές αρχές έδωσαν την συγκατάθεση τους.
6. Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 5 του παρόντος.
7. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπεται στα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών αστικού ή διοικητικού ή ποινικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που όμως δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.
8. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.
9. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται όταν τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στη διοικητική πράξη και σε κάθε άλλο έγγραφο της διαδικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από την Εποπτική Αρχή. Οι διοικητικές αυτές πράξεις είναι ελεύθερα ανακοινώσιμες.
10. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.