1. α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης με άλλα πρόσωπα, υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 2 του παρόντος, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης (στο εξής: «προτεινόμενη εξαγορά»), αρχικά απευθύνεται εγγράφως στην Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές απαιτούμενες πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος.
β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει ομοίως να ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή για την απόφαση του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή προκειμένου να παύσει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει.
γ) (γα) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των εν λόγω προσώπων και να απαιτεί από τα φυσικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής.
(γβ) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται:
γβα) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που άμεσα η έμμεσα, μέχρι και τον τελικό μέτοχο, ελέγχουν τα νομικά αυτά πρόσωπα,
γββ) να επιβάλλει την υποχρέωση να της γνωστοποιείται οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβολή στην ταυτότητα των φυσικών αυτών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α’ 166), που άμεσα ή έμμεσα τα ελέγχουν,
γβγ) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών στοιχείων (οικονομικές καταστάσεις τους), για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, τα οποία μπορεί να ζητούνται και σε κάθε μεταγενέστερο στάδιο και
γβδ) να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής.
(γγ) Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η Εποπτική Αρχή δύναται:
γγα) να επιβάλλει την υποχρέωση στα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου,
γγβ) να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα η περισσότερα φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής
δ) Εάν τις ειδικές συμμετοχές των περιπτώσεων (α) και (β) ανωτέρω προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.
2. α) Για το σκοπό υπολογισμού του ποσοστού συμμετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα άρθρα 9,10,12 και 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν.3556/2007 (ΦΕΚ Α’ 91) , υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης (β) της παρούσας παραγράφου.
β) Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την περίπτωση (στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν.3606/2007 (ΦΕΚ Α’ 195), εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ` άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση.
γ) Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Εποπτική Αρχή γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.
3. Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (α) της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6, και τις οποίες ενδεχομένως παρέλαβε μεταγενέστερα της εν λόγω κοινοποίησης. Η εν λόγω γνωστοποίηση της παραλαβής παρέχεται εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης και των σχετικών πρόσθετων στοιχείων.
4. α) Η Εποπτική Αρχή εντός εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας έγγραφης γνωστοποίησης περί της παραλαβής εκ μέρους της όλων των απαιτούμενων εγγράφων της παραγράφου 5 του παρόντος (στο εξής: «περίοδος αξιολόγησης») προβαίνει στην αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 11 του παρόντος (στο εξής: «αξιολόγηση»).
β) Η Εποπτική Αρχή στη γνωστοποίηση παραλαβής που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 3 αναφέρει υποχρεωτικά την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
5. α) Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος.
β) Οι πληροφορίες της περίπτωσης (α) της παρούσας παραγράφου είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κλπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.
6. Η Εποπτική Αρχή δύναται, μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, καθορίζοντας τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτόν συμπληρωματικά στοιχεία.
7. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες της παραγράφου 6 του παρόντος και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή αυτή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Εποπτική Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να ζητήσει τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να επέρχεται νέα αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.
8. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος, κατά τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:
α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή
β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.).
9. Εάν η Εποπτική Αρχή αποφασίσει, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη εξαγορά, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι` αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την περάτωση της αξιολόγησής της αλλά σε καμιά περίπτωση μετά τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση με ανάρτηση στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής.
10. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης εξαγοράς και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
11. α) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπει η περίπτωση (α) της παραγράφου 1 του παρόντος και των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην εν λόγω επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και τα οικονομικά εχέγγυα της προτεινόμενης εξαγοράς από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων:
αα) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή,
αβ) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης εξαγοράς,
αγ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά,
αδ) την ικανότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει κυρίως του παρόντος νόμου και του ν. 3455/2006 (ΦΕΚ Α’ 84) , των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου και της κείμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας αμέσου εφαρμογής και, ιδίως, το βαθμό κατά τον οποίο ο όμιλος του οποίου, ενδεχομένως, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα καταστεί μέλος, μέσω της σχεδιαζόμενης εξαγοράς, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και των άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών αρμόδιων αρχών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους,
αε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη εξαγορά, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α’ 166) ή ότι η προτεινόμενη εξαγορά είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
β) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 6, 7 και 8 του παρόντος, σε περίπτωση που κατά την περίοδο αξιολόγησης μίας πρότασης κοινοποιηθούν και άλλη ή άλλες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής στην ίδια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η Εποπτική Αρχή τις αντιμετωπίζει αμερόληπτα.
γ) Η Εποπτική Αρχή δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
12. α) Η Εποπτική Αρχή κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης εξαγοράς ακολουθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με τις ημεδαπές ή αλλοδαπές αρμόδιες αρχές, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
αα) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος ή
αβ) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρείας διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος ή
αγ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος.
β) Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες ελληνικές αρχές ή τις αρχές των λοιπών κρατών μελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης εξαγοράς που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών μελών:
βα) κατόπιν αιτήματος τους, κάθε σχετική πληροφορία και
ββ) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.
γ) Η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες ελληνικές αρχές ή αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης εξαγοράς.
Στην απόφαση της Εποπτικής Αρχής για την προτεινόμενη εξαγορά σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η ελληνική ή αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.
13. α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος ειδικής συμμετοχής της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του παρόντος, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Εποπτική Αρχή εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
β) Η Εποπτική Αρχή δύναται, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στην ανωτέρω περίπτωση (α) δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, να ακολουθήσει τη διαδικασία της περίπτωσης (α) της παραγράφου 15 του παρόντος.
14. α) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων με τα οποία διατηρούν στενούς δεσμούς καθώς και τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν συμμετοχή άνω των ορίων των περιπτώσεων (α) και (β) της παραγράφου 1 του παρόντος καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών, ή από την τυχόν πληρωμή μερισμάτων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία σε εταιρείες οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά.
β) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιο τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του παρόντος καθώς και του άρθρου 15 του παρόντος, και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.
15. α) Προκειμένου να αποτρέπεται η άσκηση, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή ή που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιρροής που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων ή να δημιουργήσει δυσχέρειες στην άσκηση εποπτείας ή να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικές επιχείρησης, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της επιχείρησης και αφού ακούσει τις απόψεις τους, υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του φυσικού ή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 256 του παρόντος.
β) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς την, βάσει του παρόντος άρθρου, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκριση από την Εποπτική Αρχή, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις κυρώσεις, που προβλέπονται στην περίπτωση (α) της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος, διαζευκτικά ή σωρευτικά.
γ) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Εποπτική Αρχή περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους ειδικής συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του παρόντος ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Εποπτικής Αρχής για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 1 του παρόντος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση (β) της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος.
16. Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της επιχείρησης.
17. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος.