1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, ώστε να:
α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,
β) διασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,
γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,
δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις,
ε) ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης σχετικά με την αξιοπιστία και επάρκεια του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων,
στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 63 του παρόντος,
ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών κινδύνων
η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητας των συμφωνιών αντασφάλισης ή επανεκχώρησης της επιχείρησης
θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 32 του παρόντος, ιδίως σε σχέση με την μαθηματική προτυποποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων των Ενοτήτων 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 33 του παρόντος.
2. Οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην αναλογιστική λειτουργία εκτελούνται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία αποδεικνύουν την εμπειρία τους σχετικά με τα ισχύοντα επαγγελματικά και λοιπά πρότυπα.
3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα πρότυπα της παραγράφου 2 του παρόντος.