1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τη, σε συνεχή βάση, αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά των κινδύνων, μεμονωμένα και συγκεντρωτικά, στους οποίους είναι ή θα μπορούσαν να είναι εκτεθειμένες, ως και τις αλληλεξαρτήσεις των εν λόγω κινδύνων.
Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και κατάλληλα εντεταγμένο στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα μέλη της διοίκησης της επιχείρησης ή των ατόμων που ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες.
2. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τόσο τους κινδύνους της περίπτωσης (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας όσο και εκείνους που λαμβάνονται μερικώς ή δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της εν λόγω απαίτησης.
Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τουλάχιστον τις ακόλουθες περιοχές:
α) την ανάληψη των ασφαλιστικών κινδύνων και το σχηματισμό των τεχνικών προβλέψεων,
β) τη διαχείριση του ενεργητικού και του παθητικού,
γ) τις επενδύσεις, ιδίως σε παράγωγα και παρόμοιες συναλλαγές,
δ) την διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης,
ε) την διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου,
στ) την αντασφάλιση και τις λοιπές τεχνικές μετριασμού του κινδύνου.
3. Η έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνων που θεσπίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 30 του παρόντος, περιλαμβάνει επιμέρους πολιτικές για όλα τα ζητήματα των περιπτώσεων (α) έως και (στ) της προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά, όσον αφορά στον κίνδυνο επενδύσεων, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται συνεχώς προς τις διατάξεις της Ενότητας 6 «Επενδύσεις» του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους.
4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού-υποχρεώσεων, αξιολογούν, σε τακτική βάση την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου του άρθρου 53 του παρόντος.
5. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού-υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος καθώς και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική και ταχεία πώληση περιουσιακών στοιχείων,
β) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της σε αλλαγές στη σύνθεση του υπό αντιστοίχιση χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού, και
γ) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν
6. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού-υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση, τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων, και
β) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.
7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων μεριμνώντας για την επαρκή και κατάλληλη οργανωτική και λειτουργική διάρθρωση της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων.
8. Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος, η λειτουργία της διαχείρισης κινδύνων καλύπτει επιπλέον των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος εργασίες, όπως:
α) να σχεδιάζει και να εφαρμόζει το εσωτερικό υπόδειγμα,
β) να ελέγχει και να επικυρώνει το εσωτερικό υπόδειγμα,
γ) να τεκμηριώνει το εσωτερικό υπόδειγμα και τις τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις του,
δ) να αναλύει την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος και να συντάσσει συνοπτικές εκθέσεις επίδοσης,
ε) να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, με υπόδειξη των περιοχών που χρήζουν βελτιώσεως και ενημέρωσή του σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης αδυναμιών, που είχαν προηγουμένως επισημανθεί.
9. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή, τουλάχιστον ετησίως, τις αξιολογήσεις των παραγράφων 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, ως μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που σε μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η μείωση στο μηδέν της προσαρμογής αντιστοίχισης ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση της με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η εν λόγω επιχείρηση υποβάλλει επιπλέον ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε μια τέτοια περίπτωση ώστε να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή ώστε να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
10. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, εντάσσει στη έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνου της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του παρόντος πολιτική σχετικά με τα κριτήρια εφαρμογής της εν λόγω προσαρμογής.
11. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.
Με σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε αυτόματης εξάρτησης από εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτική ικανότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν και εφαρμόζουν στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρησιμοποιούμενων εξωτερικών αξιολογήσεων χρησιμοποιώντας πρόσθετες αξιολογήσεις, όπου αυτό είναι πρακτικά δυνατόν.
12. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των σχεδίων ρευστότητας των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο των πληροφοριών και αξιολογήσεων που υποβάλλονται στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος.