1. Η Εποπτική Αρχή εξετάζει και αξιολογεί, σε τακτική βάση, τις στρατηγικές, τις διεργασίες και τις διαδικασίες πληροφόρησης που εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την συμμόρφωσή τους στην κείμενη νομοθεσία καθώς και στις υποδείξεις και σχετικές συστάσεις της Εποπτικής Αρχής. Η αξιολόγηση που διενεργείται περιλαμβάνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης, τη διαπίστωση των πιθανών κινδύνων στους οποίους αυτή εκτίθεται ή μπορεί να εκτεθεί και η ικανότητα της επιχείρησης να διαγνώσει την έκθεσή της ή την πιθανή έκθεσή της στους εν λόγω κινδύνους λαμβανομένου υπόψη και του περιβάλλοντος στο οποίο η επιχείρηση αυτή λειτουργεί.
2. Η Εποπτική Αρχή εξετάζει, σε κάθε περίπτωση, και αξιολογεί:
α) για το σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2, του Κεφαλαίου Δ’ του παρόντος Μέρους,
β) για τις τεχνικές προβλέψεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους,
γ) για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους,
δ) για τους επενδυτικούς κανόνες, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 6 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους,
ε) για την ποιότητα και την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους,
στ) για το τυχόν εφαρμοζόμενο από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωσή της προς τις διατάξεις του Τμήματος 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους.
3. Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του παρόντος άρθρου:
α) αναπτύσσει και διατηρεί κατάλληλα εργαλεία, ενδεικτικά ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στατιστικούς δείκτες, διαγνωστικές ασκήσεις, δείκτες επιμέτρησης επικινδυνότητας, τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης,
β) αξιολογεί την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή τις μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική τους κατάσταση.
γ) αξιολογεί την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες,
δ) απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.
4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαραίτητα εργαλεία της παραγράφου 3 του παρόντος, οι διοικητικές ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβαίνει η Εποπτική Αρχή για την εφαρμογή της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, η ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.