1. Η Εποπτική Αρχή ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση:
α) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, όταν η αιτούσα:
αα) είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή
αβ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή
αγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος − μέλος.
β) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών επενδύσεων του άλλου εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, όταν η αιτούσα:
βα) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή
ββ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή
βγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος − μέλος.
γ) τη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όταν η αιτούσα είναι θυγατρική ή ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα επιχείρησης που έχει αδειοδοτηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
2. Η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές της προηγούμενης παραγράφου, τόσο για τη χορήγηση της άδειας όσο και σε κάθε επόμενο στάδιο διαρκούς ελέγχου της εφαρμογής των όρων λειτουργίας, κάθε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών καθώς και με τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας όλων των μελών της διοίκησης της επιχείρησης ή ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες και που εμπλέκονται με τη διοίκηση ή διαχείριση άλλης επιχείρησης του ιδίου ομίλου. Η διαβούλευση της παραγράφου 1 του παρόντος είναι υποχρεωτική για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και των μελών της διοίκησης ή ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, τόσο κατά τη διαδικασία αδειοδότησης όσο και σε κάθε μεταγενέστερη περίπτωση.