- Έκτακτες εισφορές καταβάλλονται σε περίπτωση που τα διαθέσιμα του ΣΚΚ δεν επαρκούν για την καταβολή αποζημιώσεων. Τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία συμμετέχουν στο ΣΚΚ σύμφωνα με το άρθρο 5 [1], καταβάλλουν υποχρεωτικά έκτακτες εισφορές.
- Οι έκτακτες εισφορές δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 0,5% των εγγυημένων καταθέσεων του πιστωτικού ιδρύματος ανά ημερολογιακό έτος. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με απόφαση του ΔΣ και τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται υψηλότερες εισφορές.
- Ο τρόπος υπολογισμού των έκτακτων εισφορών είναι αντίστοιχος με τον τρόπο υπολογισμού των ετήσιων τακτικών εισφορών. Ο χρόνος και τρόπος καταβολής των έκτακτων εισφορών καθορίζεται με απόφαση του ΔΣ κατά περίπτωση.
- Αν οι έκτακτες εισφορές θέτουν σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να χορηγήσει συνολική ή μερική αναστολή της υποχρέωσης καταβολής τους. Η αναστολή δεν χορηγείται για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, αλλά δύναται να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του πιστωτικού ιδρύματος. Έκτακτες εισφορές, ως προς τις οποίες έχει χορηγηθεί αναστολή, θα καταβάλλονται όταν η συγκεκριμένη καταβολή δεν θέτει πλέον σε κίνδυνο τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί τα ανωτέρω στο ΤΕΚΕ για τις ενέργειές του.
- Σε περίπτωση συνολικής ή μερικής αναστολής κατά τα ανωτέρω ως προς συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα, το ποσό της συγκεκριμένης έκτακτης εισφοράς επιμερίζεται και καταβάλλεται από τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα. Μετά το πέρας της αναστολής και της καταβολής της έκτακτης εισφοράς από το αρχικώς υπόχρεο πιστωτικό ίδρυμα, αυτή αποδίδεται άτοκα στα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα που την είχαν καταβάλει ή συμψηφίζεται άτοκα με μελλοντικές εισφορές των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων.