- Κατά τον υπολογισμό των ορίων κάλυψης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 9 το τμήμα που αναλογεί σε κάθε καταθέτη κοινού λογαριασμού θεωρείται ως χωριστή κατάθεση του κάθε καταθέτη και καλύπτεται μέχρι το όριο κάλυψης συνυπολογιζομένων και των λοιπών καταθέσεών του στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα.
Εάν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη ή δεν προκύπτει το τμήμα της κατάθεσης που αναλογεί σε κάθε καταθέτη, ο κοινός λογαριασμός κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των καταθετών για τους σκοπούς της αποζημίωσής τους.
- Όπου ο νόμος επιτρέπει την τήρηση κατάθεσης για λογαριασμό άλλου προσώπου, εν όλω ή εν μέρει, από την εγγύηση καλύπτεται το άλλο αυτό πρόσωπο μέχρι το όριο κάλυψης εφόσον το πρόσωπο αυτό ορίζεται ή δύναται να οριστεί πριν από την ημερομηνία αδυναμίας. Στην περίπτωση περισσοτέρων τέτοιων προσώπων, κατά τον υπολογισμό του ορίου κάλυψης λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα δυνάμει των νομίμων ή συμβατικών ρυθμίσεων που διέπουν τη διαχείριση των κατατεθέντων ποσών. Εάν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη ή δεν προκύπτει το μερίδιο που αναλογεί σε κάθε πρόσωπο, ο λογαριασμός κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των προσώπων για τους σκοπούς της αποζημίωσής τους. Ενδεικτικές περιπτώσεις των ανωτέρω αποτελούν οι λογαριασμοί πελατείας των ΕΠΕΥ.
- Η ημερομηνία αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση είναι η ημερομηνία αδυναμίας.
- Για τον σκοπό υπολογισμού του καταβλητέου ποσού της αποζημίωσης τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών καταθέσεων συμψηφίζονται με τις πάσης φύσεως ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος κατά του δικαιούχου καταθέτη, εφόσον και στην έκταση που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές κατά ή πριν από την ημερομηνία αδυναμίας, σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 440 επ. του Αστικού Κώδικα, τα στοιχεία που παρέχει στο ΤΕΚΕ ο εκκαθαριστής του πιστωτικού ιδρύματος και τις νομικές και συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη συνολική σχέση μεταξύ του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος και του καταθέτη.
Το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τους καταθέτες πριν από τη σύναψη της σύμβασης τόσο του τυχόν δανείου όσο και του ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού για τις προϋποθέσεις συμψηφισμού όπως αναφέρονται ανωτέρω.
- Δεδουλευμένοι τόκοι των καταθέσεων, οι οποίοι δεν έχουν πιστωθεί κατά την ημερομηνία αδυναμίας καθίστανται απαιτητοί κατά την ανωτέρω ημερομηνία και αποτελούν περιεχόμενο της αποζημίωσης εντός του ορίου κάλυψης.
- Οι καταβαλλόμενες αποζημιώσεις σε καταθέτες απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή εισφοράς.
H πρώτη πρόταση (bullet) περί εξαίρεσης απαγορεύεται από την Οδηγία, η δε ενσωμάτωση της πρόβλεψης είναι όπως απαιτεί η Οδηγία και έτυχε επεξεργασίας από την Νομοπαρασκευαστική επιτροπή με την συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων φορέων. Τα διαδικαστικά θέματα περί ταυτότητας των δικαιούχων πελατών ΕΠΕΥ θα ρυθμισθούν στην πράξη και δεν είναι αντικείμενο του νόμου. Σε κάθε περίπτωση για να είναι σε θέση το ΤΕΚΕ να αποζημιώνει πρέπει να εισπράττει εισφορές αντίστοιχες του ύψους των εγγυημένων καταθέσεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της 2/452/1.11.2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η ΑΕΠΕΥ οφείλει τα κεφάλαια των πελατών που της έχουν ανατεθεί να τα καταθέτει σε έναν ή περισσότερους λογαριασμούς που ανοίγονται, με μέριμνά της, εκτός των λοιπών περιπτώσεων (Α/Κ Διαχ.διαθες.,Κεντρική Τράπεζα κ.λπ.) και σε πιστωτικό ίδρυμα.
Κατά κανόνα οι λογαριασμοί αυτοί ανοίγονται με μέριμνα της ΑΕΠΕΥ, στο όνομά της, για λογαριασμό της πελατείας της.
Ως εκ τούτου σε πλείστες εκ των περιπτώσεων το πιστωτικό ίδρυμα δεν γνωρίζει ποιος από τους λογαριασμούς της ΑΕΠΕΥ αφορά καταθέσεις για ίδιο λογαριασμό ή καταθέσεις πελατείας της. Ακόμα όμως και αν είναι διακριτός ο λογαριασμός, σε κάθε περίπτωση δεν γνωρίζει το πλήθος, καθώς επίσης και τα επιμέρους δημογραφικά στοιχεία των πελατών καθώς τα κεφάλαια των όπως αυτά συμμετέχουν στη διαμόρφωση του υπολοίπου του.
Κατά συνέπεια πρέπει να ληφθεί η σχετική μέριμνα και να παρασχεθούν ιδιαίτερες διευκρινίσεις στο πλαίσιο του υπό έκδοση νόμου. Κατά την άποψη μου :
• οι καταθετικοί λογαριασμοί αυτοί είτε πρέπει να εξαιρεθούν (στο πλαίσιο και τη λογική ότι η ΑΕΠΕΥ ως γνώστης των πεπραγμένων στην Αγορά επιλέγει την ασφαλέστερη τοποθέτηση των κεφαλαίων των πελατών της οπότε αναλαμβάνει και το σχετικό ρίσκο) είτε,
• να υποχρεωθούν οι ΑΕΠΕΥ να παρέχουν σε καθημερινή βάση, στο ΠΙ, στοιχεία τόσο για τους πελάτες όσο και για τα αναλογούντα σε καθένα από αυτούς κεφάλαια, όπως αυτά έχουν διαμορφώσει το υπόλοιπο του λογαριασμού πελατείας, στο καθημερινό κλείσιμο είτε,
• τη στιγμή που το ΠΙ περιέρχεται σε αδυναμία να υποχρεούνται να υποβάλλουν αυτές στοιχεία για τους πελάτες και τα κεφάλαιά τους προς το ΤΕΚΕ ή τον Εκκαθαριστή.
Σε αντίθετη περίπτωση:
• το περιερχόμενο σε αδυναμία ΠΙ δεν είναι σε θέση να παράσχει στοιχεία προς το ΤΕΚΕ
• η μεταχείριση των λοιπών πελατών του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τους πελάτες της ΑΕΠΕΥ είναι διαφορετική
• το ΠΙ επωμίζεται υψηλότερο κόστος κατά τον υπολογισμό της εισφοράς γιατί πρέπει να λαμβάνει υπόψη του κατά τον υπολογισμό το σύνολο των κεφαλαίων των εν λόγω λογαριασμών.