1. Επιτρέπεται η διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας των φύλλων εργασίας του ελέγχου ή άλλων εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια καθώς και των εκθέσεων ποιοτικού ελέγχου ή ερευνών που αφορούν τους εν λόγω ελέγχους, υπό τους ακόλουθους όρους:
α) τα εν λόγω φύλλα εργασίας του ελέγχου ή τα άλλα έγγραφα αφορούν ελέγχους εταιρειών που έχουν εκδώσει κινητές αξίες σε αυτή την τρίτη χώρα ή μετέχουν σε όμιλο που εκδίδει υποχρεωτικές ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε αυτή την τρίτη χώρα.
β) η διαβίβαση γίνεται μέσω της Ε.Λ.Τ.Ε. κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής που αιτείται τη διαβίβαση
γ) οι αρμόδιες αρχές που αιτούνται τη διαβίβαση έχουν χαρακτηρισθεί ως επαρκείς από την Επιτροπή
δ) οι αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών έχουν συνάψει συμφωνίες συνεργασίας με την Ε.Λ.Τ.Ε. στο πλαίσιο που οριοθετείται από τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου
ε) η διαβίβαση προσωπικών δεδομένων είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στον ν. 2472/1997, όπως ισχύει.
2. Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 1 περίπτωση δ΄ της προηγούμενης παραγράφου θα πρέπει να εξασφαλίζουν:
α) ότι οι αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών που αιτούνται τη διαβίβαση αιτιολογούν το αίτημά τους,
β) τα πρόσωπα που απασχολούνται ή απασχολήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας που λαμβάνουν τις πληροφορίες υπόκεινται σε υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου,
γ) δεν τίθεται σε κίνδυνο η προστασία των εμπορικών συμφερόντων της ελεγχόμενης οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας.
δ) οι αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα διαβιβαζόμενα έγγραφα αποκλειστικά για την άσκηση δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας και πειθαρχικού ελέγχου, που διενεργούνται σε ρυθμιστικό πλαίσιο ισοδύναμο με αυτό που καθιερώνεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
ε) η αίτηση της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας για τη διαβίβαση εγγράφων μπορεί να απορριφθεί:
– αν η διαβίβαση ενδέχεται να προσβάλλει την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη στην Ελλάδα ή στην Κοινότητα ή
– εάν έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών αρχών ή
– εάν οι ίδιοι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ή οι ελεγκτικές εταιρείες έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
Κατά την αιτιολογική έκθεση στο άρθρο 11 εξασφαλίζεται η ικανότητα πρακτικής εφαρμογής των απαιτούμενων θεωρητικών γνώσεων με την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης υπό την εποπτεία Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή για πέντε (5) τουλάχιστον έτη εκ των οποίων τα δύο (2) έτη μετά το πέρας των επαγγελματικών εξετάσεων. Η ΕΛΤΕ κατά τη διαδικασία αυτή έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει για να κρίνει την επάρκεια και το περιεχόμενο της πρακτικής άσκησης.
Παρατηρείται Λοιπόν το εξής οξύμωρο:
Ασκούμενοι που ακολουθούν το κοινό σχήμα εξετάσεων του ACCA-ΣΟΕΛ, μετά το πέρας των μαθημάτων και έχοντας ήδη συμπληρωμένη 3ετή εργασιακή εμπειρία σε συναφές αντικείμενο και αποδεδειγμένες ικανότητες θεωρούνται Μέλη, έχουν δηλαδή πλήρη δικαιώματα, από το ACCA, ενώ από το ΣΟΕΛ θα πρέπει να παραμείνουν στη βαθμίδα του ασκούμενου για ακόμα 2 έτη.
Τέλος θέλω να προσθέσω ότι πρέπει να ενσωματωθεί στο νόμο παράγραφος που να προβλέπει να έχει αυτόματα το δικαίωμα υπογραφής λογιστή Ά Τάξης (του Οικονομικού Επιμελητηρίου), όποιος έχει όλα τα προσόντα του Ορκωτού Ελεγκτή, εφόσον βέβαια έχει δηλώσει διακοπή ενασχόλησης ως Ορκωτός Ελεγκτής.
Παναγάκος Βασίλειος
Ασκούμενος Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής