1. Οι αμοιβές για τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων σε οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος δεν είναι αμοιβές υπό αίρεση. Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 του παρόντος νόμου, για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, αμοιβές υπό αίρεση είναι οι αμοιβές για ελεγκτικές εργασίες που υπολογίζονται σε προκαθορισμένη βάση σε σχέση με το αποτέλεσμα ή την έκβαση μιας συναλλαγής ή το αποτέλεσμα του εκτελούμενου έργου. Οι αμοιβές δεν θεωρούνται ότι είναι υπό αίρεση εάν έχουν καθοριστεί από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή.
2. Όταν ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία παρέχει στην ελεγχόμενη οντότητα, τη μητρική της επιχείρηση ή τις ελεγχόμενες από αυτήν επιχειρήσεις, επί περίοδο τριών (3) ή περισσότερων συνεχών ετών, μη ελεγκτικές υπηρεσίες άλλες από τις αναφερόμενες στο άρθρο 46 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου, οι συνολικές αμοιβές για τις υπηρεσίες αυτές δεν υπερβαίνουν το 70 % του μέσου όρου των αμοιβών που καταβλήθηκαν για τα τελευταία τρία (3) συνεχή οικονομικά έτη για τον υποχρεωτικό έλεγχο ή τους υποχρεωτικούς ελέγχους της ελεγχόμενης οντότητας και, κατά περίπτωση, της μητρικής της επιχείρηση, των ελεγχόμενων από αυτήν επιχειρήσεων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του εν λόγω ομίλου επιχειρήσεων.
Για τους σκοπούς των ορίων που προσδιορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο, εξαιρούνται οι διαφορετικές από τις αναφερόμενες στο άρθρο 46 παράγραφος 1 μη ελεγκτικές υπηρεσίες που απαιτούνται στον παρόντα νόμο.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται, κατόπιν αιτήσεως του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας, κατ’ εξαίρεση, να επιτρέπει στον εν λόγω Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία να απαλλάσσεται από τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου όσον αφορά ελεγχόμενη οντότητα για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) οικονομικά έτη.
3. Όταν το σύνολο των αμοιβών που καταβάλλονται από μια οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος για καθένα από τα τελευταία τρία (3) συνεχόμενα οικονομικά έτη ανέρχεται σε ποσοστό άνω του 15 % του συνόλου των αμοιβών που λαμβάνονται από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τον ελεγκτή του ομίλου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο, για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη, ο εν λόγω Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή ελεγκτική εταιρεία ή, ενδεχομένως, ελεγκτής του ομίλου γνωστοποιεί το γεγονός αυτό στην επιτροπή ελέγχου και πραγματοποιεί συζητήσεις με την επιτροπή ελέγχου σχετικά με τους κινδύνους για την ανεξαρτησία τους και τις διασφαλίσεις που εφαρμόζονται για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων.
Όταν οι αμοιβές που καταβάλλονται από μια τέτοια οντότητα δημόσιου ενδιαφέροντος εξακολουθούν να υπερβαίνουν το 15 % του συνόλου των αμοιβών που λαμβάνονται από έναν τέτοιο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία, ενδεχομένως, από έναν ελεγκτή του ομίλου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο, η επιτροπή ελέγχου αποφασίζει με βάση αντικειμενική αιτιολόγηση κατά πόσο ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η ελεγκτική εταιρεία ή ο ελεγκτής του ομίλου της εν λόγω οντότητας ή του ομίλου οντοτήτων μπορεί να εξακολουθήσει να διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο για πρόσθετο διάστημα που οπωσδήποτε δεν είναι μεγαλύτερο των δύο (2) ετών.
4. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., για τις περιπτώσεις ανάθεσης υποχρεωτικού ελέγχου οντοτήτων δημοσίου ενδιαφέροντος δύνανται να θεσπίζονται κριτήρια για τον ορισμό του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας που να παρέχουν διασφάλιση ότι ο υποψήφιος Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ή η Ελεγκτική Εταιρεία έχουν την οργανωτική, στελεχιακή, χρηματοοικονομική και άλλη δομή και διάρθρωση και γενικά τα εχέγγυα μιας αντικειμενικής εικόνας ανεξαρτησίας και εύλογης δυνατότητας να διαχειρισθεί τις τεχνικές και άλλες προκλήσεις ελέγχων, της κατά περίπτωση οντότητας δημοσίου ενδιαφέροντος.
Το ποσοστό της παραγράφου 2 να μειωθεί σε 20%. Δεν είναι δυνατόν να δεχόμαστε 70% καθώς κάτι τέτοιο έχει μεγάλη επιρροή στον έλεγχο.