1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε. ενεργώντας ως Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά το άρθρο 34 του παρόντος νόμου επιλαμβάνεται υποθέσεων κατά Ορκωτών Ελεγκτών
Λογιστών και ελεγκτικών εταιρειών, είτε κατόπιν εκθέσεως ποιοτικού ελέγχου που υπεβλήθη σαν αποτέλεσμα έρευνας που διεξήγαγε το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου ή η Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου αντίστοιχα, αν με την έκθεση αυτή προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος είτε κατόπιν καταγγελίας ή και αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση προφανούς πειθαρχικού παραπτώματος. Γενόμενη παραπομπή δεν ανακαλείται.
2. Στο παραπεμπτήριο έγγραφο του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. πρέπει να μνημονεύονται τα συνιστώντα το διωκόμενο παράπτωμα πραγματικά περιστατικά, καθώς και τα υπάρχοντα στοιχεία τα οποία συνιστούν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή. Το έγγραφο αυτό κοινοποιείται στους παραπεμπόμενους με δικαστικό επιμελητή.
3. Ο εισηγητής έχει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε γενικού προανακριτικού υπαλλήλου. Στο πλαίσιο της διερεύνησης υποθέσεως για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών, ο εισηγητής δύναται:
α) Να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα από έγγραφα, βιβλία και άλλα στοιχεία που τηρεί σε οποιαδήποτε μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη) ο ελεγχόμενος ή τρίτος που σχετίζεται με την υπόθεση. Ο ελεγχόμενος Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής δεν δικαιούται να επικαλεσθεί επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.
β) Να λαμβάνει κατά την κρίση του ένορκες ή ανωμοτί μαρτυρικές καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητεί επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις σχετικές απαντήσεις. Η άρνηση παροχής στοιχείων από τον παραπεμπόμενο συνιστά αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο συμπαραπέμπεται μαζί με το παράπτωμα για το οποίο διενεργείται έλεγχος.
4. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποιείται ενώπιον του εισηγητή και του γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του.
5. Για τη μαρτυρική κατάθεση συντάσσεται από τον γραμματέα έκθεση μαρτυρικής κατάθεσης. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση και το ονοματεπώνυμο του εισηγητή του γραμματέα και του μάρτυρα, καθώς και ακριβή καταγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα. Η έκθεση διαβάζεται από όλα τα παρευρισκόμενα κατά την εξέταση πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση. Η έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα έχει καταθέσει ο μάρτυρας. Η έκθεση είναι άκυρη, εάν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σε αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που παρευρέθηκαν στην κατάθεση. Η έκθεση συντάσσεται σε δύο αντίγραφα, από τα οποία ένα αντίγραφο δίδεται στον μάρτυρα και το άλλο τίθεται με ευθύνη του εισηγητή που έλαβε την κατάθεση, στον φάκελο της υπόθεσης. Ψευδείς ή ανακριβείς μαρτυρικές καταθέσεις τιμωρούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.
6. Ο εισηγητής, αφού εξετάσει τους μάρτυρες και συλλέξει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, συντάσσει το κατηγορητήριο και καλεί τον πειθαρχικά διωκόμενο να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθεί προφορικά ή γραπτά μέσα σε εύλογο χρόνο. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υποβάλει γραπτό απολογητικό υπόμνημα ο εισηγητής δύναται να διατυπώσει οποιανδήποτε κατά την κρίση του διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση.
7. Αν ο εισηγητής μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, παραδίδει τον φάκελο στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, αν θα γίνει ή όχι η κατηγορία ή αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον εισηγητή. Αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να γίνει κατηγορία, συντάσσεται από τον εισηγητή κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Μετά την ολοκλήρωση του έργου του εισηγητή, ολόκληρος ο φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. για τον ορισμό της δικασίμου, μαζί με τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν και το αποδεικτικό επίδοσης της πράξης αυτής στον πειθαρχικά διωκόμενο ορκωτό ελεγκτή λογιστή.
8. Ο εισηγητής της υπόθεσης δύναται να συμμετάσχει στη συνεδρίαση του συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.
9. Ο διωκόμενος ορκωτός ελεγκτής λογιστής δύναται να παραστεί αυτοπροσώπως ή και με δικηγόρο. Ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισής του, καλώντας και με δική του ευθύνη, χωρίς υποχρεωτική προδικασία, μάρτυρες για να καταθέσουν υπέρ του ή για την υπόθεσή του.
10. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε. ενεργώντας ως Πειθαρχικό, οφείλει μέσα σε έξι (6) μήνες το αργότερο από την παραπομπή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή, να εκδώσει οριστική απόφαση.
11. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας και της απολογίας του πειθαρχικά διωκόμενου ακολουθεί η διάσκεψη των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη λήψη οριστικής απόφασης. Η απόφαση συντάσσεται εγγράφως εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την εκδίκαση και πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη. Εγγράφως συντάσσονται, επίσης μέσα στην ίδια προθεσμία, και τα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. που ενεργεί ως Πειθαρχικό, τα οποία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα και καταχωρούνται όπως και η απόφαση σε ειδικό βιβλίο με αύξοντα αριθμό. Η απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιδίδεται, αμελλητί, με δικαστικό επιμελητή στον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή. Αν συντρέχουν οι περιστάσεις, η Ε.Λ.Τ.Ε. προβαίνει στη διαγραφή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή από το Δημόσιο Μητρώο και στη δημοσιοποίηση της απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
12. Κατά της απόφασης χωρεί εντός εξήντα (60) ημερών προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου.
13. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιβάλλει μία από τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
α) Σύσταση
β) Έγγραφη επίπληξη
γ) Δημόσια δήλωση που αναφέρει το υπαίτιο πρόσωπο και τη φύση της παράβασης και δημοσιοποιείται στον δικτυακό τόπο της Ε.Λ.Τ.Ε..
δ) Δήλωση ότι η έκθεση ελέγχου δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 32 του παρόντος νόμου ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 47 του παρόντος νόμου.
ε) Χρηματικό πρόστιμο έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής, το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να επιβάλλει πρόστιμο ύψους έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
στ) Προσωρινή απαγόρευση διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων επί των ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος, για χρονικό διάστημα από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες.
ζ) Προσωρινή αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας για χρονικό διάστημα μέχρι τρία
(3) έτη.
η) Οριστική αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας και διαγραφή του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή από το Δημόσιο Μητρώο.
Για την επιμέτρηση του επιβαλλόμενου προστίμου σε κάθε μία από τις προβλεπόμενες ποινές, λαμβάνονται υπόψη, ενδεικτικώς :
α) η βαρύτητα και διάρκεια της παράβασης β) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου προσώπου
γ) η οικονομική δύναμη του υπαίτιου προσώπου και το ετήσιο εισόδημά του
δ) το ύψος των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο πρόσωπο, εφόσον μπορούν να προσδιορισθούν
ε) ζημιές τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση στον βαθμό που δύναται να προσδιοριστούν
στ) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την ΕΛΤΕ ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου προσώπου
η) όποιοι άλλοι παράγοντες κριθούν πρόσφοροι από το Διοικητικό Συμβούλιο.
14. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται, για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, να δημοσιοποιεί με κάθε πρόσφορο, κατά την κρίση του, μέσο τις αποφάσεις αυτού που αφορούν την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. δημοσιοποιεί, στον επίσημο δικτυακό τόπο της, τουλάχιστον τις λεπτομέρειες κάθε διοικητικής κύρωσης που επιβάλλεται για παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, έναντι της οποίας κάθε δικαίωμα προσφυγής έχει εξαντληθεί ή εκπνεύσει, το συντομότερο δυνατόν μετά την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. δημοσιοποιεί ανωνύμως τις κυρώσεις που επιβάλλονται, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν, στην περίπτωση που η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο, η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη σύμφωνα με την υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης
β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη ποινική έρευνα
γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προκαλούσε δυσανάλογα μεγάλη ζημία στα σχετικά νομικά ή φυσικά πρόσωπα.
Κάθε δημοσιοποίηση των πειθαρχικών κυρώσεων πραγματοποιείται, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, και εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της προσφυγής, αλλιώς μετά την τελεσίδικη απόφαση επί της προσφυγής και παραμένει στον επίσημο δικτυακό τόπο της Ε.Λ.Τ.Ε. για περίοδο πέντε (5) ετών μετά την κατά τα παραπάνω αρχική ανάρτηση.
Η δημοσιοποίηση των κυρώσεων και μέτρων, τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναφέρονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι δυνατόν να αποφασίζεται σε ειδικές περιπτώσεις από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε. ότι η δημοσιοποίηση ακόμα και σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινών δεν πρέπει να περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
15. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι αρμόδιο να λαμβάνει έγγραφες αναφορές ή καταγγελίες για παραβάσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 537/2014.
16. Για την εξασφάλιση λήψης των αναφορών και καταγγελιών που αναφέρονται στην παράγραφο 15 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι κάτωθι μηχανισμοί:
α) συγκεκριμένες διαδικασίες για τη λήψη αναφορών παράβασης και την παρακολούθησή τους,
β) προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με το πρόσωπο που αναφέρει πιθανολογούμενες ή πραγματικές περιπτώσεις παράβασης και το πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ή εικάζεται ότι έχει διαπράξει παράβαση σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην Οδηγία 95/46/ΕΚ,
γ) κατάλληλες διαδικασίες για να εξασφαλίζεται το δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορούμενου προσώπου πριν από την έκδοση απόφασης που το αφορά και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά οποιασδήποτε απόφασης ή μέτρου που το αφορά.
17.Οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες καθορίζουν κατάλληλες διαδικασίες ώστε να μπορούν οι υπάλληλοί τους να αναφέρουν πιθανές ή πραγματικές περιπτώσεις παράβασης του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 εσωτερικά, μέσω συγκεκριμένου διαύλου.