1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.2238/1994, Α’ 151, Κ.Φ.Ε.) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας διενεργεί έλεγχο στην έδρα της επιχείρησης:
α) για υποθέσεις για τις οποίες ο έλεγχος από το γραφείο του άρθρου 67 αποφαίνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε περί εξωλογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματος.
β) για υποθέσεις για τις οποίες απαιτείται έλεγχος παραγωγής για τον προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης.
γ) για υποθέσεις για τις οποίες απαιτείται χρήση ειδικού λογισμικού για την επαλήθευση της εγκυρότητας των οικονομικών στοιχείων που δίνονται στις φορολογικές αρχές.
δ) για υποθέσεις όπου απαιτείται έλεγχος των ειδικών αρχείων στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων που ασχολούνται με το ηλεκτρονικό εμπόριο.
ε) για κάθε περίπτωση που αιτιολογημένα κρίνει αναγκαίο.
στ) για ποσοστό υποθέσεων που έχει ελεγχθεί από το γραφείο, το οποίο ποσοστό θα καθοριστεί με υπουργική απόφαση.
ζ) για κάθε περίπτωση για την οποία εκδίδεται υπουργική απόφαση.
Για τις ανάγκες του παρόντος ελέγχου ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. δικαιούται:
α. Να ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο, το οποίο του αποστέλλει επί αποδείξει, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.
β. Να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κλπ. οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται υποχρέωση παροχής των ζητούμενων πληροφοριών από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από πρόσωπο που έχει τις ίδιες ελεγκτικές αρμοδιότητες με αυτόν. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν εμποδίζεται από την επίκληση, εκ μέρους οποιουδήποτε, του, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο αίρεται ειδικώς προς διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου. Για την άρση του απορρήτου στην περίπτωση αυτή απαιτείται κοινή απόφαση του επιθεωρητή της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, και του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., οι οποίοι είναι αρμόδιοι για το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο. Ειδικά για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο διενεργούμενο από ειδικό συνεργείο, που συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν.1914/1990 (Α’ 178), απαιτείται απόφαση του προϊσταμένου του ειδικού συνεργείου που διενεργεί το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο. Επίσης, για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο που διενεργείται από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) και τα παραρτήματά του, απαιτείται κοινή απόφαση του Προϊσταμένου του Σ.Δ.Ο.Ε. ή του παραρτήματός του και του εποπτεύοντος επιθεωρητή.
γ. Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητά από αυτό τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να είναι έγγραφες.
δ. Να ενεργεί, είτε μόνος, είτε μέσω υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. ή άλλου δημοσίου υπαλλήλου, είτε μέσω άλλης αρχής, οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά, προκειμένου για υπόχρεους που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις.
ε. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος, είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., που έχει την έδρα του στην ίδια πόλη ή στον ίδιο νομό, για να διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των στοιχείων και βιβλίων επιτηδευματία δικής του αρμοδιότητας καλώντας τον επιτηδευματία να προσκομίσει τα ζητούμενα βιβλία και στοιχεία στα γραφεία της Δ.Ο.Υ.
Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία διασταύρωσης στοιχείων που φέρεται ως εκδότης ή λήπτης αυτών, με τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων του. Για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής, οι νομοί Αττικής και Πειραιά θεωρούνται ως ένας νομός. Στην περίπτωση του ελέγχου αυτού δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 36 του Π.Δ. 186/1992.
3. Στο άρθρο 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής:
«13. Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. κατά τον υπολογισμό και την εκκαθάριση του φόρου δεν λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσά και αριθμούς που έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης του υπόχρεου και συνεπάγονται τη διενέργεια μειώσεων ή εκπτώσεων του εισοδήματος ή του φόρου ή διαμορφώνουν το αφορολόγητο ποσό ή την ετήσια αντικειμενική δαπάνη, εφόσον δεν συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμα στοιχεία που αποδεικνύουν άμεσα τη συνδρομή των προϋποθέσεων με βάση όσα ορίζονται στις κείμενες διατάξεις. Αριθμητικά λάθη στις αθροίσεις και στις μεταφορές, καθώς και αναριθμητισμοί, που αφορούν στην ορθή συμπλήρωση της ετήσιας δήλωσης του υπόχρεου, διορθώνονται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του.
Το περιεχόμενο του σημειώματος υπολογισμού και εκκαθάρισης του φόρου αυτής της παραγράφου μπορεί να αμφισβητηθεί από το φορολογούμενο με κάθε αποδεικτικό μέσο ενώπιον του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του διοικητικού πρωτοδικείου κατά τα οριζόμενα από τον Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Το δικαίωμα αυτό του φορολογουμένου ασκείται από την ημερομηνία έκδοσης του οικείου χρηματικού καταλόγου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους. Αν ο φορολογούμενος λάβει αυτό το σημείωμα μετά τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους, η αμφισβήτηση ασκείται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 66 του ν. 2717/1999 (Α’ 97). Η εκκαθάριση και καταβολή του φόρου δεν αναστέλλεται από τη διαδικασία αυτή.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση που η δήλωση φορολογίας εισοδήματος του υπόχρεου υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, εφόσον ο υπόχρεος δεν υποβάλλει τα οικεία δικαιολογητικά μέχρι το τέλος Ιουλίου του οικείου οικονομικού έτους.»
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«2.Η Γενική Διεύθυνση ελέγχων, αναγκαστικών εισπράξεων και εφαρμογής της φορολογικής πολιτικής σχεδιάζει, επιβλέπει την υλοποίηση των ελέγχων και διασταυρώσεων και συμμετέχει στη διαδικασία ελέγχου με στόχο την εξασφάλιση της ποιότητας και της εφαρμογής των ελεγκτικών διαδικασιών και των τεχνικών ελέγχου.
Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ, καταρτίζει πρόταση επιλογής υποθέσεων που θα ελεγχθούν.
Η επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο γίνεται από την Γενική Διεύθυνση Ελέγχων λαμβανομένου και της πρότασης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. σε συνεργασία με την Γ.Γ.Π.Σ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του Ν 3842/2010.
Οι τεχνικές οδηγίες για την εφαρμογή των πιο πάνω θα καθοριστούν με υπουργική απόφαση».
4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα δικαιώματα ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχει και η Γενική Διεύθυνση ελέγχων, αναγκαστικών εισπράξεων και εφαρμογής της φορολογικής πολιτικής η οποία μπορεί να διατάσσει και επανέλεγχο για οποιαδήποτε φορολογική υπόθεση με υπαλλήλους της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή με άλλους υπαλλήλους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύει, οι οποίοι μετακινούνται για το σκοπό αυτό με απόφασή της.»
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, των οποίων το καθαρό εισόδημα εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 49 μπορούν να υπαχθούν σε έλεγχο από το γραφείο της Δ.Ο.Υ στην οποία υπάγονται για τον προσδιορισμό του εισοδήματός τους. Ο έλεγχος αυτός διατάσσεται από τον προϊστάμενο για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και φορολογικά αντικείμενα και διενεργείται στην Δ.Ο.Υ με βάση:
α) τα στοιχεία του φακέλου,
β) τα δελτία πληροφοριών ,
γ) τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών,
δ) τα στοιχεία και τα βιβλία που θα κληθεί να προσκομίσει ο ελεγχόμενος.
ε) και τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του Ν 3842/2010
στ) τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ.»
6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλλει δήλωση προκειμένου να προσδιορίσει το φορολογητέο εισόδημα των επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών της προηγούμενης παραγράφου. Για το σκοπό αυτόν δικαιούται:
α. Να ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο, το οποίο του αποστέλλει επί αποδείξει, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.
β. Να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κλπ. οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται υποχρέωση παροχής των ζητούμενων πληροφοριών από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από πρόσωπο που έχει τις ίδιες ελεγκτικές αρμοδιότητες με αυτόν. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν εμποδίζεται από την επίκληση, εκ μέρους οποιουδήποτε, του, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο αίρεται ειδικώς προς διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου. Για την άρση του απορρήτου στην περίπτωση αυτή απαιτείται κοινή απόφαση του επιθεωρητή της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, και του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., οι οποίοι είναι αρμόδιοι για το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο.
Ειδικά για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο διενεργούμενο από ειδικό συνεργείο, που συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν.1914/1990 (ΦΕΚ Α 178), απαιτείται απόφαση του προϊσταμένου του ειδικού συνεργείου που διενεργεί το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο. Επίσης, για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο που διενεργείται από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ.) και τα παραρτήματά του, απαιτείται κοινή απόφαση του Προϊσταμένου του ΣΔΟΕ ή του παραρτήματός του και του εποπτεύοντος επιθεωρητή.
γ. Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητά από αυτό τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να είναι έγγραφες.
δ. Να ενεργεί, είτε μόνος, είτε μέσω υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. ή άλλου δημοσίου υπαλλήλου, είτε μέσω άλλης αρχής, οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά, προκειμένου για υπόχρεους που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις.
ε. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος, είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που έχει την έδρα του στην ίδια πόλη ή στον ίδιο νομό, για να διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των στοιχείων και βιβλίων επιτηδευματία δικής του αρμοδιότητας καλώντας τον επιτηδευματία να προσκομίσει τα ζητούμενα βιβλία και στοιχεία στα γραφεία της Δ.Ο.Υ. Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία διασταύρωσης στοιχείων που φέρεται ως εκδότης ή λήπτης αυτών, με τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων του. Για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής, οι νομοί Αττικής και Πειραιά θεωρούνται ως ένας νομός. Στην περίπτωση του ελέγχου αυτού δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 36 του Π.Δ. 186/1992 .
7. Η παράγραφος 3 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Επίσης, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. δικαιούται να διενεργεί έλεγχο από το γραφείο με βάση τα δεδομένα της παρ. 1, ζητώντας από τον φορολογούμενο να προσκομίσει στην Δ.Ο.Υ και λοιπά αναγκαία για τον έλεγχο στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει:
α. Αν οι εκπτώσεις από το εισόδημα υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
β. Το αντικείμενο εργασιών του υπόχρεου και αν το εισόδημα που δηλώθηκε ανταποκρίνεται προς τα πραγματικά δεδομένα που προκύπτουν από τα βιβλία που τηρήθηκαν, τα στοιχεία που εκδόθηκαν, τα στοιχεία που έχουν ληφθεί και τα εν γένει δεδομένα της παρ. 1 του άρθρου 67, όπως αυτό τροποποιήθηκε, καθώς και αν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του παρόντος. Όταν από τον έλεγχο γραφείου διαπιστωθεί ότι τα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν καταχωρηθεί ή έχουν καταχωρηθεί ανακριβώς στα τηρούμενα βιβλία, τότε εκδίδεται πράξη επιβολής φόρου και καταλογίζονται οι διαπιστωθείσες διαφορές με τις νόμιμες προσαυξήσεις. γ. Αν με ανακλητική δήλωση, που υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 61, μειώθηκαν νόμιμα οι φορολογικές υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις γενικά .
8. Η παράγραφος 4 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η ενέργεια του ελέγχου από το γραφείο, δεν αποκλείει την ενέργεια και δεύτερου ελέγχου από το γραφείο και την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, με εντολή του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αντικείμενο ελέγχου το ίδιο ή διαφορετικό του πρώτου ελέγχου από το γραφείο, αν από στοιχεία ή πληροφορίες που περιέχονται σε αυτόν ή από βάσιμες υπόνοιες ή από τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων προκύπτει ότι δεν δηλώθηκε ή δηλώθηκε ανακριβώς συγκεκριμένη φορολογητέα ύλη.»
9. Η παράγραφος 5 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να διενεργεί έλεγχο από το γραφείο για να διαπιστώσει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 52 έως 58 για την προκαταβολή και την παρακράτηση του φόρου.»
10. Στο άρθρο 67 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«5. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 64, 68, 69, 70, 71, 74, 83, 86, 87 και 90.».
11. Η παράγραφος 5 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Στις περιπτώσεις φορολογικού ελέγχου από το γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αν από τα βιβλία και τα στοιχεία του υπόχρεου ή σε περίπτωση έλλειψης αυτών, από κάθε άλλο σχετικό στοιχείο της παρ. 1 του άρθρου 67, όπως αυτό τροποποιήθηκε, προκύπτει ότι ο φορολογούμενος παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα βιβλία ή στοιχεία ή παρέλειψε να παρακρατήσει ή να αποδώσει ή παρακράτησε ή απέδωσε ανακριβώς το φόρο, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει φύλλο ελέγχου προσδιορισμού του φόρου.
Το φύλλο ελέγχου που προκύπτει από τον έλεγχο στο γραφείο πρέπει να περιέχει τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 67, όπως αυτό τροποποιήθηκε, και το φόρο που αναλογεί σε αυτή με τις νόμιμες προσαυξήσεις. Οι τυχόν δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται για τα φύλλα ελέγχου από το γραφείο αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν την κύρια δίκη.»
12. Η παράγραφος του άρθρου 48 του Κώδικα Φ.Π.Α, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (Α’ 248), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η επιβολή του φόρου γίνεται από τον Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου στο φόρο.
Η παραλαβή των δηλώσεων γίνεται από τον εν λόγω Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 38.
Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ καταρτίζει πρόταση επιλογής υποθέσεων που θα ελεγχθούν.
Η επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο γίνεται από την Γενική Διεύθυνση Ελέγχων λαμβανομένου και της πρότασης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. σε συνεργασία με την Γ.Γ.Π.Σ. Η Γενική Διεύθυνση ελέγχων, αναγκαστικών εισπράξεων και εφαρμογής της φορολογικής πολιτικής σχεδιάζει, επιβλέπει την υλοποίηση των ελέγχων και διασταυρώσεων και συμμετέχει στην διαδικασία ελέγχου με στόχο την εξασφάλιση της ποιότητας και της εφαρμογής των ελεγκτικών διαδικασιών και των τεχνικών ελέγχου.
Οι τεχνικές οδηγίες για την εφαρμογή των πιο πάνω θα καθοριστούν με υπουργική απόφαση.»
13. Η παράγραφος 5 του άρθρου 48 του Κώδικα Φ.Π.Α., αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου επιτρέπεται κάθε αναγκαία εξέταση η έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του υπόχρεου στο φόρο και κυρίως στους χώρους παραγωγής, επεξεργασίας γενικά, αποθήκευσης ή παράδοσης των αγαθών, καθώς και στον τόπο παροχής των υπηρεσιών, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 36 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και του άρθρου 25 του Ν. 820/1978 (Α’ 174). Ο έλεγχος στην επαγγελματική εγκατάσταση του φορολογουμένου χρησιμοποιώντας ήδη διαπιστωμένες παραβάσεις, στοιχεία, πληροφορίες και στατιστικά δεδομένα εκροών από την ελεγχόμενη σε συνδυασμό με παρεμφερή που διαθέτει από ομοειδείς επιχειρήσεις, μπορεί να προσδιορίσει τις εκροές της ελεγχόμενης βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της Ελεγκτικής. Με υπουργική απόφαση καθορίζονται τα δεδομένα και οι τεχνικές με τις οποίες προσδιορίζονται οι εκροές της ελεγχόμενου επιτηδευματία. Εφόσον το αποτέλεσμα του ελέγχου έχει εξαχθεί και βάσει των μεθόδων της παρ. 5, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. πριν την έκδοση της ως άνω πράξης, οφείλει να καλέσει τον υπόχρεο του φόρου σε ακρόαση ο οποίος μπορεί να επικαλεστεί οποιοδήποτε στοιχείο προκειμένου να προβεί σε ανταπόδειξη.»
14. Η παράγραφος 1 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, τα στοιχεία του φακέλου, τα δελτία πληροφοριών, τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του Ν 3842/2010 καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ. προκύπτει ότι ο υπόχρεος στο φόρο παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. μπορεί να εκδώσει από το γραφείo πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία η περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο.»
15. Η παράγραφος 2 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η πράξη που εκδίδεται από το γραφείο περιέχει τη φορολογητέα αξία που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου και τα εν γένει δεδομένα της παρ. 1 του παρόντος, όπως αυτό τροποποιήθηκε, το φόρο που αναλογεί, τις εκπτώσεις του φόρου, καθώς και τον πρόσθετο φόρο.»
16. Η παράγραφος 3 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Κατά της πράξης που εκδίδεται από το γραφείο επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, η οποία δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου.
Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις αυτές αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα του ελέγχου στην έδρα της επιχείρησης και την ενδεχόμενη κύρια δίκη.»
17. Η παράγραφος 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Από το φόρο που βεβαιώνεται σε μεταγενέστερο έλεγχο αφαιρείται ο φόρος της πράξης του ελέγχου στο γραφείο.»
18. Η παράγραφος 1 εδ. β’ του άρθρου 36 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό γίνεται στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στα γραφεία της Δ.Ο.Υ., μετά από έγγραφη πρόσκληση του προϊσταμένου αυτής».
19. Πρόβλεψη ελέγχου κατά προτεραιότητα (ανάλυση κινδύνου) για δηλούμενα χαμηλά εισοδήματα από συγκεκριμένους κλάδους ελεύθερων επαγγελματιών
20. Αύξηση του ποσοστού προβεβαίωσης από 25% στο 50%
Όταν δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκείται προσφυγή στα δικαστήρια για φορολογικές διαφορές αυξάνεται το ποσοστό προβεβαίωσης από 25% στο 50% του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιουμένων με αυτόν φόρων και τελών. Στα πρόστιμα παραμένει στο 25% αφού υπάρχει βασική διάταξη για συμβιβασμό στο 1/3. Αντίστοιχη ρύθμιση για την αύξηση του ποσοστού προβεβαίωσης από 25% σε 50% γίνεται και στη φορολογία