Στο σχέδιο νόμου προβλέπονται αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο προκειμένου τα ποινικά αδικήματα της φοροδιαφυγής να τιμωρούνται άμεσα και αποτελεσματικά έτσι ώστε να επιτευχθεί φορολογική συμμόρφωση:
• Στο αδίκημα της μη απόδοσης ΦΠΑ και παρακρατούμενων φόρων, όπου ουσιαστικά πρόκειται για υπεξαίρεση χρήματος που τρίτος έχει καταβάλλει για να δοθούν στο Δημόσιο, όποιος συλλαμβάνεται να μην έχει αποδώσει ΦΠΑ πάνω από κάποιο ύψος κρατείται και παραπέμπεται σε δίκη.
• Ομοίως και για το αδίκημα μη απόδοσης ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο, εφ’ όσον η καθυστέρηση καταβολής τους υπερβαίνει ένα εύλογο χρονικό διάστημα ανοχής (π.χ. 6 ή 8 μήνες).
• Αναστολή εκτέλεσης της ποινής, δεν επιτρέπεται στα εγκλήματα σημαντικής φοροδιαφυγής αν προηγουμένως δεν καταβληθούν οι φόροι του Κράτους.
• Μετατροπή της ποινής στα εγκλήματα σημαντικής φοροδιαφυγής δεν επιτρέπεται εάν δεν καταβληθούν προηγουμένως οι οφειλόμενοι φόροι.
• Η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης δεν αναστέλλει την έκτιση της ποινής, αν προηγουμένως δεν καταβληθούν οι φόροι που οφείλονται.
• Στα φορολογικά εγκλήματα που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος εκτός από τους συνήθεις περιοριστικούς όρους (χρηματική εγγύηση, απαγόρευση εξόδου από την Χώρα κλπ) μπορεί να επιβληθεί και η προσωρινή κράτηση (δηλ. προφυλάκιση) αν κρίνεται ότι με το να αφεθεί ελεύθερος είναι πιθανόν να διαπράξει παρόμοια εγκλήματα φοροδιαφυγής.
Προβλέπεται η μη δέσμευση καταθέσεων και μη εφαρμογή ποινικών κυρώσεων εάν ο φορολογούμενος που οφείλει φόρους ταυτόχρονα έχει απαίτηση κατά του Δημοσίου βέβαιη και εκκαθαρισμένη και εφόσον την απαίτηση αυτή δεν την έχει εκχωρήσει σε τρίτους.