1. Οι ΑΕΕΔ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Στην επωνυμία τους πρέπει να προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρία Επενδυτικής Διαμεσολάβησης» και στο διακριτικό τους τίτλο ως «ΑΕΕΔ».
2. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια και χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους. Οι ΑΕΕΔ μπορούν για τις ανάγκες των επενδυτικών υπηρεσιών που παρέχουν, να χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29 του παρόντος.
3. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μόνο σε:
(α) επιχειρήσεις επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος,
(β) πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος μέλος,
(γ) υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος μέλος, εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων τους,
(δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος και δύνανται να διαθέτουν μερίδια στο κοινό, καθώς και σε διαχειριστές τέτοιων οργανισμών.
4. Το μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να μεταβάλλεται το ποσό του προηγούμενου εδαφίου. Τα ίδια κεφάλαια των ΑΕΕΔ, σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερα από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Στις ΑΕΕΔ ασκείται τακτικός και έκτακτος έλεγχος σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 21990/1920 περί ελέγχου που ασκείται στις ΑΕΠΕΥ.
5. Οι μετοχές των ΑΕΕΔ είναι ονομαστικές.
6. Για να εκδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, άδεια σύστασης ΑΕΕΔ ή για να μετατραπεί υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία σε ΑΕΕΔ πρέπει προηγουμένως να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η ΑΕΕΔ.
7. Στις ΑΕΕΔ εφαρμόζονται :
α) όσον αφορά τους όρους και τις διαδικασίες αδειοδότησης και εποπτείας, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 3, των άρθρων 7 έως 10 και των άρθρων 21, 22 και 23 του παρόντος νόμου. Εξ αυτών, η υποχρέωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 9 περί υποχρέωσης πιστοποίησης, ισχύει στις ΑΕΕΔ μόνο για ένα πρόσωπο που πραγματικά διευθύνει τις δραστηριότητες της εταιρίας,
β) όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 3 πρώτο, έκτο και έβδομο εδάφιο και του άρθρου 16 παρ. 6 και 7 του παρόντος νόμου,
γ) όσον αφορά τις υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας οι διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1, 3, 4, 5, 7 και 10, του άρθρου 25 παρ. 2, 5 και 6 και του άρθρου 29 του παρόντος νόμου,
δ) οι σχετικές διατάξεις των πράξεων που εκδίδει η Επιτροπή κατ΄ εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να εξειδικεύονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ανωτέρω α έως δ περιπτώσεων.
8. Οι ΑΕΕΔ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7α παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920.
9. Οι ΑΕΕΔ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 61-78 του ν. 2533/1997, εκτός εάν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης μέσω της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου και της νομικής φύσης τους, εξασφαλίζεται ισοδύναμη προστασία των πελατών τους.
10. Οι ΑΕΕΔ δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 34 και 35 ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων.