1. Οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται στην Ελλάδα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την οδηγία 2014/65/ΕΕ και σύμφωνα με το ν. 4261/2014 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος καταγωγής. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Εάν η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στην Ελλάδα, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
3. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
4. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, μόλις λάβει ανακοίνωση από την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος στην Τράπεζα της Ελλάδος του προγράμματος δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα υποκαταστήματα.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα στην Ελλάδα συνάδουν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος νόμου και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 καθώς και της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 24 .
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος νόμου και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που παρέχει στην Ελλάδα το υποκατάστημα.
6. Αν επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτό.