1. ΑΕΠΕΥ, καθώς και πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας με βάση το ν. 4261/2014, την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορούν να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και σύμφωνα με το ν. 4261/2014 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, και ειδικότερα είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην ΑΕΠΕΥ ή στο πιστωτικό ίδρυμα. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Κάθε ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα πρέπει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή τα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται,
γ) στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων,
δ) στην περίπτωση συνδεδεμένων αντιπροσώπων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η ΑΕΠΕΥ δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προβλεπόμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εντάσσεται στην εταιρική δομή της ΑΕΠΕΥ,
ε) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και
στ) τα ονόματα των υπευθύνων διαχείρισης του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.
Εάν η ΑΕΠΕΥ χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στο άλλο κράτος μέλος, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
3. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΑΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει, εντός τριών (3) μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά την ΑΕΠΕΥ.
4. Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διευκρινίσεις σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΑΕΠΕΥ είναι μέλος σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του
κράτους μέλους υποδοχής.
5. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ΑΕΠΕΥ εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
6. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
7. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος και της διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Αν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει λόγους να αμφιβάλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, εντός τριών (3) μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα.
Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα υποκαταστήματα.
8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα ΑΕΠΕΥ στο κράτος μέλος υποδοχής.
9. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τη μεταβολή αυτή, ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.