1. Οι ΑΕΠΕΥ συμμορφώνονται με τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παρ. 2 έως 10 και στο άρθρο 17.
2. Η ΑΕΠΕΥ εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να διασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της, περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του παρόντος νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.
3. Η ΑΕΠΕΥ καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών της λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23.
Η ΑΕΠΕΥ που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών σε υφιστάμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, πριν από την προώθησή τους στην αγορά ή τη διανομή τους σε πελάτες.
Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, και διασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτή την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι συνεπής με αυτή την αγορά-στόχο.
Η ΑΕΠΕΥ επανεξετάζει, επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, προκειμένου να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο παραμένει συνεπές με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι κατάλληλη.
Η ΑΕΠΕΥ που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα καθιστά διαθέσιμη στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισής του, στις οποίες περιλαμβάνεται η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοπιστωτικού μέσου.
Αν μια ΑΕΠΕΥ προσφέρει ή συνιστά χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν δημιουργεί η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στο πέμπτο εδάφιο και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
Οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν με την επιφύλαξη των λοιπών υποχρεώσεων που καθιερώνονται δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την πληροφόρηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, τον εντοπισμό και τη διαχείριση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.
4. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για τη διασφάλιση της συνεχούς και κανονικής εκτέλεσης των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.
5. Η ΑΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες, καθώς και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, λαμβάνονται εύλογα μέτρα για την αποφυγή αδικαιολόγητης ανάληψης πρόσθετου λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού της ελέγχου ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της.
Η ΑΕΠΕΥ διαθέτει κατάλληλες διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες αξιολόγησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.
Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να απαιτεί να έχει πρόσβαση στις επικοινωνίες δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, η ΑΕΠΕΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου αλλοίωσης των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται σε διαρκή βάση η εμπιστευτικότητα των δεδομένων.
6. Η ΑΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει και οι δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ασκεί τις εποπτικές της αρμοδιότητες και να προβαίνει σε ενέργειες για τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, του ν. 4443/2016 (Α΄232) και του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, και ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών και της ακεραιότητας της αγοράς.
7. Τα αρχεία περιλαμβάνουν τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που συνήφθησαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ’ εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.
Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν, επίσης, εκείνες που αποσκοπούν στη σύναψη συναλλαγών κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμη και αν αυτές οι συνομιλίες ή επικοινωνίες δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη σύναψη των συναλλαγών ή την παροχή υπηρεσιών κατ΄εντολή πελατών.
Προς τον σκοπό αυτό, η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή των σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η ΑΕΠΕΥ σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη έχει εγκριθεί ή επιτραπεί από την ΑΕΠΕΥ.
Η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι θα καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και των πελατών της οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση συναλλαγών. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παρέχεται άπαξ, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.
Η ΑΕΠΕΥ δεν παρέχει από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.
Εντολές μπορούν να δίνονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες πρέπει να πραγματοποιούνται με σταθερό μέσο, όπως επιστολές μέσω ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίες, ηλεκτρονικά μηνύματα ή με τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν διά ζώσης σε συναντήσεις. Ειδικότερα, το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών σε δια ζώσης επικοινωνία με πελάτη μπορεί να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.
Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να εμποδίζει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.
Τα αρχεία της παρούσας παραγράφου παρέχονται στον πελάτη τον οποίο αφορούν κατόπιν αιτήματός του και φυλάσσονται για περίοδο πέντε ετών και, αν ζητηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.
8. Εάν η ΑΕΠΕΥ κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, διαθέτει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΑΕΠΕΥ, και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.
9. Εάν η ΑΕΠΕΥ κατέχει κεφάλαια πελατών, θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.
10. Η ΑΕΠΕΥ δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 3301/2004 (Α΄263) με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.
11. Σε περίπτωση υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την υποχρέωση των παρ. 6 και 7 στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.
12. Δανειστές ΑΕΠΕΥ απαγορεύεται να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της ενδεικτικά, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών που τηρούνται στο όνομα της εταιρείας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρεία βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω πελάτες.
13. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου, και εκείνα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα στο όνομα της και για λογαριασμό του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ και των οποίων πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι πελάτης της, ανεξάρτητα από το αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι καταχωρισμένα στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρησης τίτλων στο όνομα του δικαιούχου πελάτη.
14. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλει απαιτήσεις σε ΑΕΠΕΥ ή σε πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, επιπλέον των διατάξεων των παρ. 8, 9 και 10 και των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με την παρ. 12 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι ανάλογες, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι ΑΕΠΕΥ ή τα πιστωτικά ιδρύματα φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς.
15. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34, 34α, 35 και 35α.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, παρέχει τη γνώμη της για την αναλογικότητα και την αιτιολόγηση των πρόσθετων απαιτήσεων.
16. Mε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παρ. 2 έως10, σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής (ΕΕ L 87/31.3.2017)