1. Σε περίπτωση ουσιώδους λειτουργικού συμβάντος ή συμβάντος που αφορά την ασφάλεια, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα το γνωστοποιούν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην Τράπεζα της Ελλάδος. Εάν το συμβάν επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει τα οικονομικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών του για το συμβάν και για όλα τα μέτρα που μπορούν να λάβουν για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων του συμβάντος.
2. Μετά από την παραλαβή της γνωστοποίησης που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, τις σχετικές λεπτομέρειες του συμβάντος στην ΕΑΤ και στην ΕΚΤ και, αφού αξιολογήσει τη συνάφεια του συμβάντος με τις αρμοδιότητες άλλων αρχών της ημεδαπής, ενημερώνει τις τελευταίες αναλόγως. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με την ΕΑΤ και την ΕΚΤ για την αξιολόγηση της συνάφειας του συμβάντος με τις αρμοδιότητες άλλων ενωσιακών και εθνικών αρχών. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος καθίσταται αποδέκτης γνωστοποίησης που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο ή αντίστοιχης γνωστοποίησης από την ΕΑΤ ή από την ΕΚΤ, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της άμεσης ασφάλειας του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
3. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που λειτουργούν στην Ελλάδα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, στατιστικά στοιχεία σχετικά με την απάτη στα διάφορα μέσα πληρωμών. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει στην ΕΑΤ και την ΕΚΤ τα εν λόγω δεδομένα σε συγκεντρωτική μορφή.