1. Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα τριάντα (30) ευρώ ή έχουν όριο είτε δαπανών εκατόν πενήντα (150) ευρώ είτε αποθήκευσης χρηματικών ποσών που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα εκατόν πενήντα (150) ευρώ, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν με τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών τους ότι:
α) η περ β) της παραγράφου 1 του άρθρου 69, οι περ. γ) και δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 70 και η παράγραφος 3 του άρθρου 74 δεν εφαρμόζονται εάν το μέσο πληρωμής δεν μπορεί να ανασταλεί ή δεν μπορεί να αποτραπεί περαιτέρω χρήση του,
β) τα άρθρα 72 και 73 και οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 74 δεν εφαρμόζονται εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι σε θέση, για άλλους λόγους που είναι εγγενείς στο μέσο πληρωμής, να αποδείξει ότι μια πράξη πληρωμής είναι εγκεκριμένη,
γ) κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του άρθρου 79, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να ενημερώσει τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών για την άρνηση εκτέλεσης εντολής πληρωμής, εάν o λόγος μη εκτέλεσης είναι πρόδηλος εκ των συνθηκών,
δ) κατά παρέκκλιση του άρθρου 80, ο πληρωτής δεν μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής μετά από τη διαβίβαση της εντολής πληρωμής ή από τη συγκατάθεσή του να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής προς τον δικαιούχο,
ε) κατά παρέκκλιση των άρθρων 83 και 84, ισχύουν άλλες προθεσμίες εκτέλεσης πράξεων πληρωμής.
2. Για τις εγχώριες πράξεις πληρωμών τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διπλασιάζονται.
3. Τα άρθρα 73 και 74 εφαρμόζονται επίσης στο ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011, εκτός εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε δέσμευση του λογαριασμού πληρωμών στον οποίο είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα ή σε αναστολή χρήσης του μέσου πληρωμών.