1. Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ούτε είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ούτε εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.
2. Η αυτή απαγόρευση ισχύει και για την παροχή υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού από πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου ή άλλης ειδικής διάταξης, καθώς επίσης για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, πέραν της περ. η) του σημείου 3 του άρθρου 4, από πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 34. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, παραβάσεις της εν λόγω απαγόρευσης τιμωρούνται με τις κυρώσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 59 του ν. 4261/2014.
3. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν σωρευτικά ή διαζευκτικά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στις υποπερ. i) και ii) της περ. ια) του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, των οποίων η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής των προηγούμενων δώδεκα (12) μηνών υπερβαίνει το ποσό του ενός (1) εκατομμυρίου ευρώ, γνωστοποιούν την εν λόγω υπέρβαση στην Τράπεζα της Ελλάδος περιγράφοντας τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προσδιορίζοντας την υποπερίπτωση δυνάμει της οποίας θεωρούν ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου. Βασιζόμενη σε αυτή τη γνωστοποίηση, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή της, να αντιταχθεί εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την παραλαβή της ή εάν η γνωστοποίηση δεν είναι πλήρης από τη λήψη όλων των πληροφοριών που απαιτούνται. Η εν λόγω απόφαση λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στην περ. ια) του άρθρου 3 και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο πάροχο των ανωτέρω υπηρεσιών.
4. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην περ. ιβ) του άρθρου 3 γνωστοποιούν το γεγονός αυτό στην Τράπεζα της Ελλάδος και υποβάλλουν, σε ετήσια βάση, έκθεση ελέγχου ορκωτών ελεγκτών λογιστών ή ελεγκτικής εταιρείας που να πιστοποιεί ότι η εν λόγω δραστηριότητα συμμορφώνεται με τα όρια που καθορίζονται στην περ. ιβ) του άρθρου 3.
5. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις υπηρεσίες που της γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4, αναφέροντας την εξαίρεση της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ βάσει της οποίας παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες.
6. Η περιγραφή των εξαιρούμενων δραστηριοτήτων που γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται νομίμως σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4, δημοσιοποιείται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 14. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί την εν λόγω πληροφορία στην ΕΑΤ προκειμένου να δημοσιευτεί και στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 15.
7. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται τα σχετικά θέματα και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.