1. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στην ημεδαπή δεν συμμορφώνεται με τις προβλέψεις των άρθρων 5 έως 37, της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 94 έως 96, περιλαμβανομένου του χειρισμού καταγγελιών σχετικών με τα εν λόγω άρθρα, παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης σχετική ενημέρωση, βάσει της οποίας της γνωστοποιούνται από την τελευταία τα τυχόν μέτρα που θα ληφθούν για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσής του.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης, εφόσον διαπιστώσει με βάση πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ότι ίδρυμα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα το οποίο έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στο προαναφερόμενο κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με τις εθνικές διατάξεις που ενσωματώνουν τις προβλέψεις των άρθρων 5 έως 37, της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 95 έως 97 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ στο εν λόγω κράτος μέλος, περιλαμβανομένου του χειρισμού καταγγελιών σχετικών με τα εν λόγω άρθρα, λαμβάνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσής του. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών υποδοχής.
3. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπου απαιτείται άμεση δράση ώστε να αντιμετωπισθεί σοβαρή απειλή για τα συλλογικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί, παράλληλα με τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και εν αναμονή της λήψης μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 31, να λαμβάνει προληπτικά μέτρα.
4. Τα προληπτικά μέτρα της προηγούμενης παραγράφου είναι κατάλληλα και αναλογικά προς τον σκοπό τους, δηλαδή την προστασία από ενδεχόμενη σοβαρή απειλή των συλλογικών συμφερόντων των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στην Ελλάδα. Τα εν λόγω μέτρα δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών στην Ελλάδα έναντι των χρηστών του σε άλλα κράτη μέλη. Τα προληπτικά μέτρα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και παύουν να ισχύουν όταν η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι οι σοβαρές απειλές που εντοπίστηκαν πλέον αντιμετωπίζονται, μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια ή σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ή με την ΕΑΤ όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 28.
5. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενημερώνει, εκ των προτέρων και σε κάθε περίπτωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου εμπλεκόμενου κράτους μέλους, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ, σχετικά με τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου 3 και την αιτιολόγησή τους.
6. Οι παράγραφοι 1 έως 5 εφαρμόζονται αναλογικά για την παράγραφο 6 του άρθρου 68 και για τα άρθρα 94 έως 96 του παρόντος νόμου ή για την παράγραφο 6 του άρθρου 68 και για τα άρθρα 95 έως 97 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, και στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή.
7. Οι αρμοδιότητες των παραγράφων 1 και 2 ασκούνται από τη ΓΓΕΠΚ για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εν αναφορά προς τη συμμόρφωση με τις προβλέψεις των άρθρων 38 έως 102 του παρόντος νόμου, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, ή των άρθρων 38 έως 103 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 95 έως 97 της εν λόγω Οδηγίας, αντιστοίχως.