1. Επιχειρήσεις, εκτός των αναφερομένων στις περιπτώσεις α), β), γ), ε) και στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 1, και εκτός παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού του άρθρου 34, οι οποίες σκοπεύουν να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ως ιδρύματα πληρωμών πριν αρχίσουν την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών. Η άδεια λειτουργίας χορηγείται μόνο σε ανώνυμες εταιρείες ή Ευρωπαϊκές Εταιρείες (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 εγκατεστημένες εντός της ελληνικής επικράτειας.
2. Άδεια λειτουργίας χορηγείται, εάν οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πληρούν όλες τις απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 5 και εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, έπειτα από ενδελεχή εξέταση της αίτησης, καταλήξει σε ευνοϊκή συνολική αξιολόγηση.
3. Κάθε ίδρυμα πληρωμών με καταστατική έδρα στην Ελλάδα διατηρεί τα κεντρικά του γραφεία στην Ελλάδα και διεξάγει τουλάχιστον ένα τμήμα των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην ημεδαπή.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες που αφορούν τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με σαφείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών. Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί καταλαμβάνουν το σύνολο των παρεχόμενων υπηρεσιών και είναι ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.
5. Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στις περ. α) έως ζ) του σημείου 3 του άρθρου 4 και, ταυτόχρονα, ασκεί άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί τη σύσταση χωριστού φορέα για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή υπάρχει κίνδυνος να βλάψουν είτε την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος είτε την ικανότητα εποπτείας αναφορικά με τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει λάβει επαρκή στοιχεία ως προς την καταλληλότητα των φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή.
7. Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί, όπως καθορίζονται στο σημείο 38) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, δεν παρεμποδίζουν την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.
9. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και επιτρέπει στο ίδρυμα πληρωμών να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών που καλύπτονται από την άδειά του σε όλα τα κράτη μέλη, με το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή με το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης.