1. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων αρχικού κεφαλαίου του άρθρου 7, τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών, εκτός όσων παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες που αναφέρονται στην περ. ζ) και/ή στην περ. η) του σημείου 3 του άρθρου 4, υπολογίζονται πάντοτε σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες τρεις μεθόδους, όπως αυτή ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος:
Μέθοδος Α
Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το 10 % των πάγιων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να προσαρμόζει την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος πληρωμών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εάν το ίδρυμα πληρωμών δεν έχει συμπληρώσει τις δραστηριότητες ενός ολόκληρου έτους κατά την ημερομηνία υπολογισμού, η απαίτηση είναι τα ίδια κεφάλαιά του να ισοδυναμούν με τουλάχιστον το 10 % των αντίστοιχων πάγιων εξόδων που προβλέπονται στο επιχειρηματικό του σχέδιο, εκτός εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ζητήσει αναπροσαρμογή του σχεδίου αυτού.
Μέθοδος Β
Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2, όπου ο όγκος πληρωμών (ΟΠ) αντιπροσωπεύει το ένα δωδέκατο του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής που εκτέλεσε το ίδρυμα πληρωμών κατά το προηγούμενο έτος:
α) 4,0 % του μεριδίου του ΟΠ μέχρι πέντε (5) εκατ. ευρώ συν
β) 2,5 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των πέντε (5) εκατ. ευρώ μέχρι δέκα (10) εκατ. ευρώ συν
γ) 1 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των δέκα (10) εκατ. ευρώ μέχρι εκατό (100) εκατ. ευρώ συν
δ) 0,5 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των εκατό (100) εκατ. ευρώ μέχρι διακόσια πενήντα (250) εκατ. ευρώ συν
ε) 0,25 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των διακόσια πενήντα (250) εκατ. ευρώ.
Μέθοδος Γ
Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται με ποσό τουλάχιστον ίσο με τον σχετικό δείκτη που ορίζεται στην περ. α) πολλαπλασιαζόμενο επί τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή που ορίζεται στην περ. β) και επί τον συντελεστή προσαύξησης k που ορίζεται στην παράγραφο 2.
α) Ο σχετικός δείκτης είναι το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:
i) τόκοι έσοδα,
ii) τόκοι έξοδα,
iii) προμήθειες και τέλη εισπρακτέα και
iv) άλλα έσοδα εκμετάλλευσης.
Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό. Έσοδα από έκτακτα ή μη τακτικά στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη. Οι δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών σε τρίτους επιτρέπεται να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, αν καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που εποπτεύονται υπό την έννοια του παρόντος νόμου. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους. Ωστόσο, τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται με τη μέθοδο Γ δεν πρέπει να είναι μικρότερα του 80 % του μέσου όρου των τριών τελευταίων οικονομικών ετών για τον σχετικό δείκτη. Εάν δεν υπάρχουν ελεγμένα στοιχεία, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται επιχειρηματικές εκτιμήσεις.
β) Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής είναι:
i) 10 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη μέχρι δυόμιση (2,5) εκατ. ευρώ,
ii) 8 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από δυόμιση (2,5) εκατ. ευρώ μέχρι πέντε (5) εκατ. ευρώ,
iii) 6 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από πέντε (5) εκατ. ευρώ μέχρι είκοσι πέντε (25) εκατ. ευρώ,
iv) 3 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από είκοσι πέντε (25) εκατ. ευρώ μέχρι 50 εκατ. ευρώ,
v) 1,5 % άνω των πενήντα (50) εκατ. ευρώ.
2. Ο συντελεστής προσαύξησης k που χρησιμοποιείται στις μεθόδους Β και Γ είναι:
α) 0,5 όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει αποκλειστικά την υπηρεσία πληρωμών της περ. στ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου,
β) 1 όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των περ. α) έως ε) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.
3. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων αρχικού κεφαλαίου του άρθρου 7, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, βασιζόμενη στην αξιολόγηση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, της βάσης δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως 20 % του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, ή να του επιτρέπει να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.