1.Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του σημείου 36) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ίδρυμα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα («υποψήφιος αγοραστής»), ούτως ώστε να αποκτήσει ποσοστό επί του εταιρικού κεφαλαίου ή επί των δικαιωμάτων ψήφου, το οποίο φθάνει ή υπερβαίνει το 20 %, το 30 % ή το 50 %, ή ούτως ώστε το ίδρυμα πληρωμών να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με την πρόθεσή του παρέχοντας τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο. Το ίδιο ισχύει για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή ή να μειώσει την ειδική συμμετοχή του ούτως ώστε το ποσοστό επί του εταιρικού κεφαλαίου ή επί των δικαιωμάτων ψήφου να μειωθεί κάτω από το 20%, το 30% ή το 50% ή ούτως ώστε το ίδρυμα πληρωμών να πάψει να είναι θυγατρική του επιχείρηση.
2. Ο υποψήφιος αγοραστής ειδικής συμμετοχής παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθεται να αποκτήσει και τις λοιπές πληροφορίες, που θα ορίσει η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας. Οι εν λόγω πληροφορίες είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη, κλπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση του ιδρύματος πληρωμών και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.
3. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Ποινικού Δικαίου και των λοιπών κυρωτικών διατάξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 24, σε περίπτωση όπου η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή, είναι πιθανό να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος πληρωμών, ή εάν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει λάβει επαρκή στοιχεία ως προς την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, με απόφασή της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής ή να λάβει άλλα κατάλληλα μέτρα. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται εντολές, προσωρινά μέτρα ή κυρώσεις κατά των προσώπων της παραγράφου 1, των μελών Διοικητικού Συμβουλίου, των διευθυντών ή των υπευθύνων για τη διαχείριση, ή η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου. Η εν λόγω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της ή κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.
4. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.
5. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των περ. ιγ) και ιδ) της παραγράφου 1 του άρθρου 5, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί τη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών ιδίως με το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων.
6. Η διάταξη της περίπτωσης α) της παραγράφου 6 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014 (Α’ 107) (Οδηγία 2013/36/ΕΕ) ισχύει αναλόγως.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζει ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως αναφορικά με το περιεχόμενο της γνωστοποίησης, τα υπόχρεα πρόσωπα, τα υποβαλλόμενα στοιχεία ή πληροφορίες, τη διαδικασία, την προθεσμία και τα κριτήρια αξιολόγησης.