1. Οι εποπτικές αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε., που αφορούν στον έλεγχο των υπόχρεων προσώπων και στην επιβολή των σχετικών κυρώσεων κατά τα οριζόμενα στις περιπτ. ε΄, ζ΄, και θ΄ της παρ. 3 του άρθρου 6, ασκούνται από τις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. που είναι αρμόδιες για τον φορολογικό έλεγχο των κατά περίπτωση υπόχρεων προσώπων. Ειδικά για την επιβολή των κυρώσεων της περίπτ. θ΄ της παρ. 4 του άρθρου 6 από τις ανωτέρω ελεγκτικές υπηρεσίες, πλην της επιβολής προστίμων και διορθωτικών μέτρων, απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Γενικού Διευθυντή Φορολογικής Διοίκησης. Για την άσκηση των ως άνω αρμοδιοτήτων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α΄ 170).
2. Το άρθρο 62Α του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 62Α Υποχρεώσεις σε σχέση με τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής
1. Στις περιπτώσεις συναλλαγών με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, όπως ενδεικτικά μέσω μεταφοράς από λογαριασμό ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), μέσω χρήσης κάρτας πληρωμής καθώς και μέσω οποιουδήποτε άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών, όπως ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, ηλεκτρονικό πορτοφόλι, ηλεκτρονικό χρήμα, κουπόνι, voucher, καθίσταται υποχρεωτική η ταυτοποίηση του κατόχου του. Η χρήση μη-ταυτοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών με οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 2 του παρόντος.
Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται στο σύνολο των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4261/2014 (Α΄107), των ιδρυμάτων πληρωμών του ν. 3862/2010 (Α΄ 113), και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος του ν. 4021/2011 (Α΄ 218) που είτε έχουν αδειοδοτηθεί και εδρεύουν στην Ελλάδα είτε αποτελούν αλλοδαπά Ιδρύματα κράτους μέλους του ΕΟΧ και παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα.
2. Με απόφασή του, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να εξαιρεί από την απαγόρευση χρήσης μη-ταυτοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών, δραστηριότητες δικαιούχων που κατηγοριοποιούνται σε συγκεκριμένους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας.
3. Απαγορεύεται ρητά η διανομή και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάθεση ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και η είσπραξη έναντι τρίτου εν γένει, με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και μετρητά, από παντός είδους οντότητες του ν. 4308/2014, που δεν αποτελούν νομίμως αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ή αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα αυτών, βάσει των οριζόμενων στο ν. 3862/2010 και το ν. 4021/2011. Η αντιπροσώπευση παρόχου υπηρεσιών πληρωμών αφορά μόνο στα ιδρύματα πληρωμών και στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, εξαιρουμένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως προβλέπεται στον ν. 3862/2010 και ν. 4021/2011.
4. Στην περίπτωση ακύρωσης, επιστροφής, αποζημίωσης ή απόδοσης κέρδους που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας συναλλαγής με ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής, η πίστωση του πληρωτή διενεργείται από την οντότητα του ν. 4308/2014 υποχρεωτικά στο ίδιο ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής και δια μέσου του ιδίου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, από το οποίο πραγματοποιήθηκε η αρχική συναλλαγή.»
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 62Α του Νόμου 4170/2013 θεωρούμε εξόχως σημαντική την προσθήκη μετά τη φράση «καθίσταται υποχρεωτική η ταυτοποίηση του κατόχου του» της φράσης «σύμφωνα με την Οδηγία 2015/849/ΕΕ και της σχετικής νομοθεσίας ενσωμάτωσης της στο ελληνικό δίκαιο». Καθίσταται σημαντική η παραπομπή στα βασικά νομοθετικά κείμενα, αναφορικά με την διαδικασία ταυτοποίησης και ονομαστικοποίησης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, δεδομένης της σύγχυσης που δημιουργεί η σχετική ορολογία και δη μετά την αφαίρεση της λέξης «ονομαστικοποίηση».
Η παράγραφος 2 του άρθρου 62Α του Νόμου 4170/2013 προτείνεται να παραμείνει ως ισχύει σήμερα, ήτοι χωρίς την παράλειψη της φράσης «και οι οποίες δεν παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, φοροδιαφυγή και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως οι παράγοντες κινδύνου αυτοί ορίζονται στο Κεφάλαιο ΙΙ, άρθρο 16, παράγραφος 3, Παραρτήματος ΙΙΙ της «ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015». Η παράλειψη της φράσης αυτής πρακτικά αφήνει στον Υπουργό Οικονομικών την διακριτική ευχέρεια να εξαιρεί από την απαγόρευση χρήσης μη-ταυτοποιημένων μέσων πληρωμής και δραστηριότητες που εμπίπτουν στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου. Η παράλειψη της φράσης αυτής παραβιάζει τα όρια της ελάχιστης εναρμόνισης των ζητούμενων της Οδηγίας και σε κάθε περίπτωση η νομοθετική εξουσία δεν δύναται να αφήνει αυτή την διακριτική ευχέρεια στην εκτελεστική εξουσία σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Ιδιαίτερα εφόσον ολόκληρο το πνεύμα της Οδηγίας και κατ’ επέκταση του Σχεδίου Νόμου ακολουθεί μια προσέγγιση βάσει αξιολόγησης κινδύνου (risk-based approach), αποτελεί αδικαιολόγητη αντίφαση η παράλειψη αυτή και η διακριτική ευχέρεια που αφήνει στον ΥπΟικ για εξαίρεση και δραστηριοτήτων υψηλού ρίσκου.
Η παράγραφος 5 του άρθρου 62Α του Νόμου 4170/2013, όπως ισχύει σήμερα, προτείνεται να παραμείνει ως έχει και να μην διαγραφεί, όπως προτείνεται με το Σχέδιο Νόμου. Οι οντότητες του Ν. 4308/2014 με υποχρέωση αυξημένης δέουσας επιμέλειας των πελατών τους, σύμφωνα με τους ν. 3691/2008 και 3932/2011, θα πρέπει να συνεχίσουν να συλλέγουν τα στοιχεία ταυτοποίησης και δέουσας επιμέλειας των πληρωτών από τους συνεργαζόμενους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμής του ν. 3862/2010 και δεδομένου ότι αυτοί λόγω του αυστηρού πλαισίου εποπτείας στο οποίο υπάγονται, πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων για να καλύψουν αυτή την απαίτηση. Σε διαφορετική περίπτωση δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στην έγκυρη συλλογή των πραγματικών στοιχείων του πληρωτή. Είναι προφανές ότι το πλέον αξιόπιστο πρόσωπο για να αναμεταδώσει τα στοιχεία ταυτοποίησης και δέουσας επιμέλειας του πληρωτή στην υπόχρεη οντότητα είναι ο Πάροχος Υπηρεσιών Πληρωμής, δια μέσω του οποίου διενεργείται η πληρωμή με ηλεκτρονικά μέσα. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει η ίδια η υπόχρεη οντότητα (τελικός δικαιούχος της πληρωμής) να συλλέξει με δικά της μέσα τα στοιχεία ταυτοποίησης του πληρωτή. Επί του θέματος αυτού ίδετε και σχόλια μας επί της διαβούλευσης του άρθρου 19 του παρόντος Σχεδίου Νόμου.
Νομίζω οτι είναι επιτέλους ευκαιρεία να προστεθεί αρθρο στον νόμο σχετικά με την ανάκληση των επιδοτήσεων των αναπτυξιακών νόμων συνεπεία της διαπίστωσης ύπαρξης εικονικών τιμολογίων.Προτεινόμενη διάταξη η οποία αναλύεται παρακάτω για να αντιμετωπιστεί η αδικία που εδώ και χρόνια συντελείται, προς τους επενδυτές που έχουν ενταχθεί σε διάφορους αναπυξιακούς νόμους.Πρέπει να τροποποιηθεί το αρθρο 25 παρ.3 του ν.4146/2013.
Άρθρο χχ
Στην υποπερίπτωση β’ της περίπτωσης Ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 3299/2004 (Α’ 261) μετά την φράση «με την επιφύλαξη της παρ. 6 του αρθρ.12 του ν.3888/2010(Α’ 175), προστίθενται οι λέξεις: «καθώς και των περιπτώσεων υπαγωγής στις διατάξεις της παρ.32 και 33 του ν.4174/2013 όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 4223/2013 και 4183/2013».Μετά τη λέξη νόμων τίθεται τελεία και διαγράφονται το κόμμα και η φράση «εφόσον η επιδότηση που αφορά στα υποβληθέντα στην Υπηρεσία σχετικά παραστατικά δεν υπερβαίνει ποσοστό 25% επί της συνολικής επιδότησης που αφορά την επένδυση».
Αιτιολογική Έκθεση
Με την προτεινόμενη διάταξη καθορίζεται ότι στην περίπτωση λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, για τα οποία έχει επέλθει περαίωση βάσει της παρ. 6 του άρ. 12 του ν. 3888/2010, ή αυτά έχουν υπαχθεί στις διατάξεις της παρ.32 και 33 του ν.4174/2013 όπως τροποποιήθηκε με τους ν.4223/2013 και 4183/2013 επιστρέφονται τα ποσά επιχορήγησης που αντιστοιχούν σε αυτά έτσι ώστε να μην αναζητούνται προς επιστροφή ποσά επιχορήγησης που αντιστοιχούν σε πραγματικές δαπάνες.Ειδικότερα, με τη διάταξη αυτή προβλέφθηκε η μη επιβολή διοικητικών κυρώσεων για μη νόμιμα φορολογικά στοιχεία, εφόσον ο επιτηδευματίας, με εξαίρεση του εκδότες πλαστών φορολογικών στοιχείων,έχει ήδη καταβάλει τα πρόστιμα των τιμολογίων, η τυχόν περαιτέρω επιβολή διοικητικών κυρώσεων στα πλαίσια του αναπτυξιακού νόμου,γιατί αυτό θα παραβίαζε κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το δημόσιο έχει ήδη εισπράξει ποσό που σε πολλές περιπτώσεις είναι άνω του επιχορηγηθέντος.