1. Το Δημόσιο μπορεί, ύστερα από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να αξιώσει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων από τον αμετακλήτως καταδικασμένο σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών ετών για ποινικό αδίκημα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, κάθε άλλη περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από άλλο αδίκημα της παρ.2. έστω και αν δεν ασκήθηκε για το αδίκημα αυτό δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
2. Η παρ.1 εφαρμόζεται στα παρακάτω ποινικά αδικήματα, εφόσον αυτά αμέσως ή εμμέσως μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικό όφελος:
α) σε εκείνα των περιπτ. α΄ έως και θ΄ του άρθρου 3,
β) σε εκείνα των άρθρων 207 έως 208Α ΠΚ,
γ) σε εκείνα των άρθρων 216, 372, 374 έως 375 και 394 ΠΚ, εφόσον αφορούν σε μέσα πληρωμής πλην των μετρητών,
δ) σε εκείνα των άρθρων 348Α έως 348Γ, 349 παράγραφοι 1-2 ΠΚ και
ε) σε εκείνα των άρθρων 292Β παράγραφοι 2-3 και 381Α παράγραφοι 2-3 ΠΚ.
3. Αν η περιουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 μεταβιβάσθηκε σε τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία της κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά το χρόνο της κτήσης ήταν σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος κατ’ ευθεία γραμμή με τον καταδικασμένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον κάθε τρίτου που απέκτησε την περιουσία μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου ποινικής δίωξης για το πιο πάνω έγκλημα, αν κατά το χρόνο που την απέκτησε, γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασμένου. Ο τρίτος και ο καταδικασμένος ευθύνονται εις ολόκληρον.