1. Τα υπόχρεα πρόσωπα που ανήκουν σε όμιλο εφαρμόζουν επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τους σκοπούς του παρόντος νόμου σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν στην ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η εν λόγω υποχρέωση ισχύει και για τις θυγατρικές και τα υποκαταστήματα που ανήκουν κατά πλειοψηφία στα υπόχρεα πρόσωπα και ευρίσκονται σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτες χώρες.
2. Τα υπόχρεα πρόσωπα που λειτουργούν εγκαταστάσεις σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις τηρούν τις σχετικές εθνικές διατάξεις του κράτους υποδοχής.
3. Τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές εταιρείες που ανήκουν κατά πλειοψηφία στα υπόχρεα πρόσωπα και βρίσκονται σε τρίτες χώρες όπου οι ελάχιστες απαιτήσεις καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι λιγότερο αυστηρές από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζουν τις τελευταίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών για την προστασία των δεδομένων, στον βαθμό που το επιτρέπει η νομοθεσία της τρίτης χώρας. Σε περίπτωση όπου η νομοθεσία της τρίτης χώρας δεν το επιτρέπει, τα υπόχρεα πρόσωπα διασφαλίζουν ότι τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές τους εφαρμόζουν επιπρόσθετα μέτρα, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ενημερώνουν σχετικά την εποπτική τους αρχή. Η αρμόδια αρχή, σε περίπτωση που θεωρεί ότι τα επιπρόσθετα μέτρα δεν επαρκούν, εφαρμόζει συμπληρωματικές εποπτικές δράσεις, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να απαιτήσει από το υπόχρεο πρόσωπο να μη συνάψει ή να τερματίσει επιχειρηματικές σχέσεις και να μην εκτελέσει συναλλαγές και, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να παύσει τις δραστηριότητές του στην τρίτη χώρα.
4. Σε περίπτωση όπου η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών κατά την παρ. 1 σε υποκαταστήματα και θυγατρικές των υπόχρεων προσώπων στην χώρα αυτή, τα υπόχρεα πρόσωπα ενημερώνουν την Αρχή, την κατά περίπτωση, αρμόδια αρχή και τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνουν ακολούθως τις αντίστοιχες ΕΕΑ.
5. Πληροφορίες, οι οποίες περιλαμβάνονται σε αναφορές ασυνήθων ή ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται στην Αρχή από τα υπόχρεα πρόσωπα και αφορούν σε κεφάλαια που αποτελούν προϊόντα εγκληματικής δραστηριότητας ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, επιτρέπεται να ανταλλάσσονται εντός του ομίλου, εκτός αν δοθούν διαφορετικές οδηγίες από την Αρχή.
6. Οι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, όπως ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α΄ 218) και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, όπως ορίζονται στην παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010 (Α΄ 113), που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα υπό μορφή διαφορετική από υποκατάστημα, και των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επαφής στην Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίζει για λογαριασμό τους τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και να διευκολύνει την εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εγγράφων και πληροφοριών σε αυτήν κατόπιν σχετικού αιτήματος.